Οι σύζυγοι μπορούν από εδώ και στο εξής να υποβάλλουν χωριστές φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος και να εκδίδονται χωριστά εκκαθαριστικά σημειώματα, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ειδικότερα, το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σάρπ και εισηγήτρια την πάρεδρο Κωνσταντία Λαζαράκη, στην υπ΄ αριθμ. 330/2018 απόφασή του επισημαίνει ότι «δεν συντρέχει λόγος, και μάλιστα προφανής λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί την υποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος των συζύγων».
Επιπλέον, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι.....
Ειδικότερα, το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σάρπ και εισηγήτρια την πάρεδρο Κωνσταντία Λαζαράκη, στην υπ΄ αριθμ. 330/2018 απόφασή του επισημαίνει ότι «δεν συντρέχει λόγος, και μάλιστα προφανής λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί την υποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος των συζύγων».
Επιπλέον, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι.....
..... «η διάταξη του άρθρου 67 παράγραφος 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΔΕ) ερμηνευμένη υπό το φως των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 2 και 5, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντάγματος και τα άρθρα 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει την έννοια ότι ο σύζυγος υποβάλλει κατ′ αρχήν κοινή δήλωση και για το εισόδημα της συζύγου του εφόσον αμφότεροι οι σύζυγοι συναινούν, συναίνεση η οποία μπορεί να αποτυπώνεται και στην υποβολή της κοινής δήλωσης, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή διατυπώνεται ρητώς η έλλειψη τέτοιας συναίνεσης από έναν έστω από τους συζύγους, οι σύζυγοι διατηρούν το δικαίωμά τους να υποβάλουν αυτοτελώς δήλωση φόρου περί εισοδήματός τους».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου, ότι η αντιμετώπιση χωριστής δήλωσης από τους συζύγους επιφέρει αύξηση του αριθμού των δηλώσεων, καθυστέρηση στην εκκαθάριση, σύνταξη διπλών χρηματικών καταλογισμών κλπ. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε, καθώς «έχουν εκλείψει προ πολλού» οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί, εν όψει «της αλματώδους προόδου της τεχνολογίας», αλλά και από την υποβολή (το 2001) της ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων φόρου εισοδήματος.
Η υποβολή κοινής δήλωσης των συζύγων μπορεί μεν να διευκολύνει το Δημόσιο ως προς τη φορολογία των εγγάμων, αλλά το εισόδημα των συζύγων μπορεί να προκύπτει από το άθροισμα των αυτοτελών δηλώσεων, αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση.
Επίσης, οι σύμβουλοι προέβλεψαν και τις περιπτώσεις διαζυγίων και πτωχεύσεως ενός εκ των συζύγων. Αναφέρουν ότι είναι αυτονόητο εκ των πραγμάτων ότι εκλείπει η συναίνεση για ανεξάρτητη υποβολή φορολογικής δήλωσης σε περιπτώσεις διακοπής της έγγαμης συμβίωσης και στις περιπτώσεις πτώχευσης ενός εκ των δύο συζύγων, καθώς στην τελευταία περίπτωση υπόχρεος προς υποβολή δήλωσης είναι ο σύνδικος ή ο δικαστικός συμπαραστάτης. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας απασχόλησε περίπτωση δικαστικού λειτουργού, ο οποίος αφού κατέθεσε ηλεκτρονικά κοινή με τη σύζυγό του δήλωση εισοδήματος για το περασμένο έτος, υπέβαλε στη ΔΟΥ στην οποία υπάγεται δήλωση με την οποία υποστήριζε ότι είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ η σχετική διάταξη (άρθρο 67 παρ. 4) του ΚΦΕ, η οποία τον υποχρεώνει στη φορολογική του δήλωση να περιλάβει τα εισοδήματα της συζύγου του. Παράλληλα, ζήτησε να του επιτραπεί να υποβάλλει ανεξάρτητες φορολογικές δηλώσεις. Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ δεν απάντησε ποτέ στο αίτημα κι έτσι ο δικαστικός λειτουργός προσέφυγε στο ΣτΕ.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Οι σύμβουλοι Επικρατείας απέρριψαν ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του Ελληνικού Δημοσίου, ότι η αντιμετώπιση χωριστής δήλωσης από τους συζύγους επιφέρει αύξηση του αριθμού των δηλώσεων, καθυστέρηση στην εκκαθάριση, σύνταξη διπλών χρηματικών καταλογισμών κλπ. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε, καθώς «έχουν εκλείψει προ πολλού» οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί, εν όψει «της αλματώδους προόδου της τεχνολογίας», αλλά και από την υποβολή (το 2001) της ηλεκτρονικής υποβολής δηλώσεων φόρου εισοδήματος.
Η υποβολή κοινής δήλωσης των συζύγων μπορεί μεν να διευκολύνει το Δημόσιο ως προς τη φορολογία των εγγάμων, αλλά το εισόδημα των συζύγων μπορεί να προκύπτει από το άθροισμα των αυτοτελών δηλώσεων, αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση.
Επίσης, οι σύμβουλοι προέβλεψαν και τις περιπτώσεις διαζυγίων και πτωχεύσεως ενός εκ των συζύγων. Αναφέρουν ότι είναι αυτονόητο εκ των πραγμάτων ότι εκλείπει η συναίνεση για ανεξάρτητη υποβολή φορολογικής δήλωσης σε περιπτώσεις διακοπής της έγγαμης συμβίωσης και στις περιπτώσεις πτώχευσης ενός εκ των δύο συζύγων, καθώς στην τελευταία περίπτωση υπόχρεος προς υποβολή δήλωσης είναι ο σύνδικος ή ο δικαστικός συμπαραστάτης. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας απασχόλησε περίπτωση δικαστικού λειτουργού, ο οποίος αφού κατέθεσε ηλεκτρονικά κοινή με τη σύζυγό του δήλωση εισοδήματος για το περασμένο έτος, υπέβαλε στη ΔΟΥ στην οποία υπάγεται δήλωση με την οποία υποστήριζε ότι είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ η σχετική διάταξη (άρθρο 67 παρ. 4) του ΚΦΕ, η οποία τον υποχρεώνει στη φορολογική του δήλωση να περιλάβει τα εισοδήματα της συζύγου του. Παράλληλα, ζήτησε να του επιτραπεί να υποβάλλει ανεξάρτητες φορολογικές δηλώσεις. Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ δεν απάντησε ποτέ στο αίτημα κι έτσι ο δικαστικός λειτουργός προσέφυγε στο ΣτΕ.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)