Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Επιστολή Κ.Λουράντου προς "Καθημερινή" (απάντηση στους κ.κ. Μάνο και Μανδραβέλη)

Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται από την εφημερίδα σας μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον των φαρμακείων, η οποία μάλιστα στοχεύει στην ανάδειξη του «υπερβολικού κέρδους των φαρμακοποιών» καθώς και τη «συμμετοχή» τους στην αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης.

Επειδή λοιπόν η επαναλαμβανόμενη ανά τακτά χρονικά διαστήματα επίθεση δεν μπορεί πλέον να μείνει αναπάντητη, καθώς ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται για καλόπιστη κριτική αλλά για οργανωμένη κατασυκοφάντηση, αναγκάζομαι να απαντήσω με επιχειρήματα και όχι με αοριστολογίες.

Το ποσοστό κέρδους δεν έχει καμία σχέση με την χονδρική τιμή ενός προϊόντος, αφού εάν δεν πωληθεί δεν υπάρχει κέρδος. Κέρδος υπάρχει μόνο κατά την πώληση και ποτέ κατά την αγορά. Συνεπώς το 35% που αναφέρεται σκοπίμως και συνεχώς από αρθρογράφους σας ως υπερβολικό κέρδος των φαρμακοποιών, είναι απλώς ο συντελεστής ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος επί της  χονδρικής, μας δίνει την  λιανική. Άλλωστε για το φάρμακο, που είναι διατιμημένο προϊόν σε όλον τον κόσμο, ορίζεται από το αρμόδιο υπουργείο η χονδρική του τιμή, από την οποία προκύπτει η λιανική με τον τρόπο που προαναφέραμε.



Ας μας απαντήσουν λοιπόν οι ειδήμονες της εφημερίδας σας, που επιμένουν ότι το ποσοστό κέρδους των φαρμακοποιών είναι 35%,  πόσο μεικτό κέρδος έχει για τον φαρμακοποιό ένα φάρμακο πού πωλείται από το φαρμακείο π.χ. 100 ευρώ. Ασφαλώς όχι 35 ευρώ (100χ35% = 35), γιατί το φάρμακο δεν αγοράστηκε 65€ (100-35=65). Το φάρμακο αγοράστηκε 74,07€. Αφαιρώντας μάλιστα από την λιανική τιμή και το ΦΠΑ, το μεικτό κέρδος δεν υπερβαίνει το 21% που αποτελεί και τον μέσο ορο της Ε.Ε. και αυτό μόνο για τα χαμηλού κόστους φάρμακα. Γιατί γιά τα υψηλού κόστους φάρμακα (πράγμα που το ξέρουν, αλλά το αποσιωπούν) ο συντελεστης που πολλαπλασιάζεται η χονδρική τιμή για να προκύψει η λιανική, δεν είναι 35% αλλά 18% !!! Συνεπώς κέρδος μεικτό για τον φαρμακοποιό 10,5%!

Παραβλέπουν ηθελημένα τις τεράστιες καθυστερήσεις των πληρωμών μας από τα ασφαλιστικά ταμεία, την μη ύπαρξη υπερωριακής αμοιβής που σε αρκετές χώρες της Ε.Ε υπάρχει κατά τις διανυκτερεύσεις και διημερεύσεις, τις δωρεάν παροχές υπηρεσιών που προσφέρουν στην Χώρα μας τα φαρμακεία εν αντιθέσει με την Ε.Ε. κ.λπ. Γιά όλα αυτά ούτε καν απλή αναφορά. Ολα αυτά δεν αποτελούν κόστος γιά τα φαρμακεία;

Αλλά το σπουδαιότερο και επιμελώς αποσιωπούμενο είναι το εξής: Το ποσοστό κέρδους του φαρμακοποιού, ήταν μέχρι πρότινος σταθερό, μειούμενο τον τελευταίο καιρό με τα φάρμακα υψηλού κόστους και τις εκπτώσεις των φαρμακείων προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία (και αυτό το «ξέχασαν»;). Πως λοιπόν συμμετέχει στην αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης κάτι που δεν αυξάνεται αλλά μειώνεται;

Και επειδή πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την φαρμακευτική δαπάνη ας μάθουν το εξής: Η φαρμακευτική δαπάνη μέσω φαρμακείων αποτελεί το 8% του συνόλου των δαπανών Υγείας και η αύξησή της δεν είναι πάντα κατακριτέα. Πολλά νέα φάρμακα αποτελούν το μάννα εξ ουρανού γιά πολύ κόσμο και αυτά κάθε άλλο παρά φθηνά είναι. Ξεχνάνε τα εμβόλια κατά του καρκίνου της μήτρας, τα νέα φάρμακα γιά τις καρδιοπάθειες, για την κατάθλιψη και για τόσες άλλες ασθένειες που ταλαιπωρούσαν τον κόσμο; Ένα παράδειγμα είναι τα αντιελκοτικά φάρμακα που κατήργησαν ουσιαστικά τις εγχειρήσεις του έλκους στομάχου, οι οποίες πριν από λίγο καιρό αποτελούσαν οδυνηρή περιπέτεια για τους ασθενείς και εξαιρετικά δαπανηρή για τα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτή η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης δεν έφερε ταυτόχρονη μείωση της νοσοκομειακής;

Οπωσδήποτε η αλόγιστη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης είναι κατακριτέα αλλά σε αυτήν δεν συμμετέχει ο φαρμακοποιός αφού δεν συνταγογραφεί, ούτε παράγει ή εισάγει φάρμακα. Κι όμως, όσον αφορά τα κόστη των φαρμάκων, τις παράλληλες εξαγωγές τους και το πάρτι των κερδοσκόπων, περί άλλα τυρβάζουν. Λέξη για τις προσπάθειες ελέγχου των συνταγών  μέσω της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, την οποία στηρίξαμε και βοηθάμε στην εξέλιξή της. Λέξη επίσης και για το υπόλοιπο 92% της φαρμακευτικής δαπάνης που αποτελεί και την κύρια πηγή της αύξησης των συνολικών δαπανών της υγείας.

Όποιος έχει την ευθύνη της ενημέρωσης του κοινού και αυτοαποκαλείται ειδικός στα οικονομικά και ειδικά στον χώρο της υγείας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο χώρος δεν προσφέρεται για λαϊκισμό και παραπληροφόρηση, ούτε ασφαλώς για ανάδειξη των δήθεν προσόντων του, ειδικά όταν το παρελθόν του δεν βοηθά. Γιατί γνωρίζουμε, θυμόμαστε και δεν ξεχνάμε... Και όπως πολύ σοφά λεει ο λαός μας, «στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί».

Κ.ΛΟΥΡΑΝΤΟΣ, 11 Ιουλίου 2011