Οι παρανοήσεις,
το ένστικτο του μέσου φαρμακοποιού και ο... πραγματικός εφιάλτης
Τα Φαρμακεία δεν είναι κοινά εμπορικά
καταστήματα στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους. Διαφοροποιούνται από τον
συμβατικό χώρο του εμπορίου σε πολύ πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά από αυτά με τα
οποία ταυτίζονται. Κάποιες από τις διαφορές μεταξύ φαρμακείων και εμπορικού
κόσμου είναι:
1) Τα
φαρμακεία έχουν πολύ λιγότερο περιθώριο διαχείρισης αποθέματος. Λόγω της φύσης
της εργασίας αναγκάζονται να διατηρούν συνειδητά μεγάλο όγκο «λιμνάζοντων»-«αντιεμπορικών»,
από πλευράς κίνησης, φαρμάκων δεσμεύοντας πολύτιμο κεφάλαιο για 6 μήνες, ή 1
χρόνο ή και παραπάνω, μόνο και μόνο για να έχουν διαθέσιμο αυτό που τυχόν
χρειαστεί μία φορά πχ. σε μία εφημερία για κάποιον ασθενή-αδύναμο και χωρίς αντοχές
πολίτη.
Αυτό όχι
μόνο μειώνει δραματικά την κυκλοφοριακή κίνηση αποθέματος και την ευελιξία
διαχείρισής του προς βελτίωση των δεικτών κερδοφορίας, αλλά και δεσμεύει
πολύτιμα κεφάλαια που αν δεν υπήρχε αυτή η συνθήκη θα αξιοποιούνταν με πολύ πιο
κερδοφόρο τρόπο, όπως πχ. Θα έκανε ένα κοινό εμπορικό κατάστημα.
2) Τα
φαρμακεία επίσης έχουν διατιμημένο από την Πολιτεία και όχι...
3) Ο
φαρμακοποιός διέπεται στην άσκηση του καθήκοντος από απεριόριστη προσωπική
ευθύνη με ποινικές ρήτρες μέσω της Φαρμακευτικής Δεοντολογίας. Ένα λάθος στην
άσκηση εργασίας μπορεί να κοστίσει πολύ περισσότερο ατομικά στον φαρμακοποιό
από ό,τι σε έναν κοινό έμπορο. Αυτό παρεμποδίζει συγκριτικά τους φαρμακοποιούς
να προβαίνουν σε πρόκληση επιπόλαιης θεραπευτικά υπερκατανάλωσης για
προσπορισμό επιπλέον κερδοφορίας.
Αν τα
φαρμακεία, σαν υπόθεση εργασίας, κατατάσσονταν στις εμπορικές επιχειρήσεις θα
ήταν μακράν στην κορυφή της λίστας των «όχι, δεν μπορώ να σου το δώσω αυτό που
θέλεις ή κάτι άλλο». Πολύ μεγάλος αριθμός επισκεπτών στα φαρμακεία φεύγουν από
αυτά χωρίς ο φαρμακοποιός να έχει εισπράξει ούτε ένα ευρώ από αυτούς, κάτι που
είναι και το σωστό δεδομένης της φύσης του επαγγέλματος.
4) Τα
φαρμακεία απαγορεύεται από τη νομοθεσία να διαφημίζουν την παρουσία τους αλλά
και το 80% της ύλης που διακινούν. Πρόκειται για έναν επιπλέον περιορισμό στην
ευχέρεια αναζήτησης περισσότερης κερδοφορίας, θεμιτό μεν για λόγους προστασίας
της Δημόσιας Υγείας στην περίπτωση των φαρμακείων αλλά που δεν επιβάλλεται σε
καμία κοινή εμπορική επιχείρηση.
5) Υπάρχει
και ένα πέμπτο χαρακτηριστικό των φαρμακείων που το συναντάμε σε κάποιες λίγες
εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες όμως
δεν έχουν τα παραπάνω τέσσερα χαρακτηριστικά. Τα φαρμακεία έχουν σαν
μεγαλύτερη πηγή εσόδων (κοντά στο 80%) τα Ασφαλιστικά Ταμεία και το Κράτος.
Όταν αυτός ο σχεδόν καθολικός χρηματικός «αιμοδότης» δεν είναι συνεπής στις
υποχρεώσεις του απέναντι στα φαρμακεία η οικονομική απειλή για αυτά είναι
πολλαπλάσια απ΄ ό,τι σε ένα κοινό εμπορικό κατάστημα.
Σήμερα τα
Ασφαλιστικά Ταμεία πληρώνουν τα φαρμακεία το νωρίτερο κάθε τρεις μήνες, την ώρα
όμως που τα φαρμακεία πληρώνουν τους προμηθευτές τους ή τοις μετρητοίς ή το
πολύ σ’ εναν μόλις μήνα. Το μεσοδιάστημα πρέπει να χρηματοδοτηθεί είτε από τις
Τράπεζες, που όμως έχουν κλείσει τις κάνουλες αυτή την εποχή, είτε από ίδια
κεφάλαια του φαρμακοποιού.
Αυτές οι πηγές χρηματοδότησης στέρεψαν
σήμερα ή τείνουν να στερέψουν με επιταχυνόμενους ρυθμούς και αυτό μας οδηγεί
στη σημερινή κατάσταση με τα φαρμακεία να αδυνατούν να συνεχίσουν να
τροφοδοτούν ομαλά τον πληθυσμό με φάρμακα, ακόμα και αν χορηγούσαν πίστωση στον
ΕΟΠΥΥ.
Δεν μπορούμε λοιπόν να προσεγγίσουμε τα
φαρμακεία με αμιγώς εμπορικούς όρους. Αποστερούμενα θεσμικώς βασικών και
θεμελιωδών επιχειρηματικών εργαλείων αύξησης κερδοφορίας και ευελιξίας
οικονομικής διαχείρισης που απολαμβάνουν
εξ΄ ορισμού όλες οι κοινές επιχειρήσεις, με αντιστάθμισμα ένα ρυθμιστικό
πλαίσιο που διασφαλίζει τη Δημόσια Υγεία αλλά ταυτόχρονα προσφέρει μεγαλύτερη
σταθερότητα στη λειτουργία των φαρμακείων σε σύγκριση με μία κοινή εμπορική
επιχείρηση.
Τα φαρμακεία είναι κάτι πολύ διαφορετικό
και ξένο συγκρινόμενο με τα εμπορικά καταστήματα.
Στα φαρμακεία οι νόμοι του εμπορίου
είναι δευτερεύοντες ως τριτεύοντες και δεν καθορίζουν τους όρους λειτουργίας
τους παρά ελάχιστα.
Οι φαρμακοποιοί λοιπόν δεν είναι
«καλομαθημένοι έμποροι», γιατί απλώς δεν είναι έμποροι με τη συμβατική έννοια
της λέξης αφού η φύση του φαρμακείου είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της
μη-εμπορική.
Είναι λοιπόν λανθασμένη
η προσέγγιση των φαρμακείων με αμιγώς εμπορική νοοτροπία αξιολόγησης. Πρόκειται
για δύο ανόμοια πράγματα που δεν συγκρίνονται.
Θέμα επαγγελματικής νοοτροπίας
Τα παραπάνω μοναδικά χαρακτηριστικά της
λειτουργίας των φαρμακείων, όπως επίσης και άλλα επίσης μοναδικά όπως το
ρυθμιστικό πλαίσιο διασποράς των φαρμακείων στον οικιστικό ιστό και στο
γεωγραφικό ανάγλυφο, σε συνδυασμό με την καθημερινότητα του φαρμακοποιού που
συναλλάσσεται εκ των πραγμάτων κυρίως με αρρώστους, γέροντες και αδυνάτους με
τους οποίους αποκτά σχέσεις, διαπλάθουν με τον καιρό έναν διαφορετικό χαρακτήρα
ανθρώπου στον φαρμακοποιό, σε σύγκριση με έναν κοινό έμπορο.
Όπως περιγράφηκε παραπάνω, οι
φαρμακοποιοί όχι μόνο είναι πολύ λιγότερο έμποροι στα βασικά χαρακτηριστικά της
λειτουργίας των φαρμακείων από ό,τι ένας κοινός έμπορος, αλλά είναι και πολύ
λιγότερο έμποροι και στη νοοτροπία.
Αν πχ. ήταν κοινοί έμποροι και
συμπεριφέρονταν σαν τέτοιοι, δηλαδή να ενδιαφέρονται μόνο για το ίδιο συμφέρον
και για τίποτα άλλο, στο θέμα των Ασφαλιστικών Ταμείων και ειδικά του ΕΟΠΥΥ που
είναι το 65-70% του κύκλου εργασιών τους σαν έσοδο, θα είχαν ξεκινήσει τη
διακοπή πίστωσης πολύ νωρίτερα από τώρα και δεν θα τη διέκοπταν χωρίς
εμπράγματες νομοθετημένες διασφαλίσεις.
Αντί αυτού όμως, εις γνώση τους και με
δικό τους ρίσκο και πόρους αγόρασαν πίστωση χρόνου για την όσο το δυνατό ομαλή
λειτουργία του Ασφαλιστικού Συστήματος και κατ΄ επέκταση και για τους 9,5
εκατομ. Έλληνες ασφαλισμένους.
Τα όρια όμως των δυνατοτήτων των
φαρμακείων, πεπερασμένα φυσικά εκ των πραγμάτων, έβαιναν εξαιτίας αυτής της
επιλογής, συνεχώς και επιταχυνόμενα -ειδικά μετά τον Απρίλιο 2012 με την είσοδο
και του ΟΓΑ στον ΕΟΠΥΥ- προς εξάντληση μέχρι και σήμερα που τα περιθώρια
στήριξης του Ασφαλιστικού Συστήματος από τους φαρμακοποιούς τείνουν πλέον κοντά
στο μηδέν. Δηλαδή στην αδυναμία συνέχισης στήριξης του Ασφαλιστικού Συστήματος
με τις δικές τους δυνάμεις.
Η εναλλακτική θα
ήταν το... απόλυτο μηδέν
Η άρση πίστωσης δεν είναι κινητοποίηση
και δεν είναι αυτοσκοπός. Αποτελεί ένα μέτρο απελπισίας στο οποίο εξωθούνται τα
φαρμακεία για να διαφυλάξουν την επιβίωσή τους και να διατηρήσουν τις
προοπτικές ώστε να έχουν την ευκαιρία να κατορθώσουν κάποια στιγμή στο μέλλον
να επανεκκινήσουν τη λειτουργία τους σε ένα επαρκές επίπεδο.
Ας λάβουμε ως υπόθεση εργασίας ότι πχ.
τα φαρμακεία αγνοούσαν τη σημερινή κατάσταση που υφίστανται και συνέχιζαν να
προσφέρουν πίστωση στον ΕΟΠΥΥ.
Με συσσωρευμένα και αυξανόμενα από το
παρελθόν χρέη (ΕΟΠΥΥ + χρέη 2010-2011) σε συνδυασμό με τους τείνοντες προς
εκμηδενισμό ίδιους πόρους ρευστότητας για να συνεχίσουν να λειτουργούν
κανονικά, τα φαρμακεία σε ένα τέτοιο σενάριο θα συνέχιζαν να συσσωρεύουν χρέος
πάνω στο χρέος την ίδια ώρα που τα αποθέματα ρευστότητάς τους θα εξαντλούνταν
με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Λόγω των παραπάνω η ταχύτητα εξάντλησης
των αποθεμάτων τους θα ήταν πολλαπλάσια της ικανότητας αναπλήρωσης αυτών ώσπου
κάποια ώρα οι ρωγμές του Συστήματος που ήδη έχουν εμφανιστεί (κατασχετήρια σε
φαρμακεία, υπαγωγή στον Τειρεσία και αποκλεισμός από τη ρευστότητα του
Τραπεζικού Συστήματος, εξάντληση ίδιων κεφαλαίων και αποταμιεύσεων) θα έφερναν
ένα ντόμινο κλεισίματος φαρμακείων πολύ μαζικότερο του σημερινού και σε μορφή
χιονοστιβάδας.
Τότε θα φτάναμε σε κάτι σαν ένα «σημείο
μηδέν» μηδέν: την πλήρη και μη αναστρέψιμη πλέον πανελλαδική στάση παροχής
φαρμακοθεραπείας και τροφοδοσίας του πληθυσμού με φάρμακα.
Τα φαρμακεία σε μία τέτοια περίπτωση όχι
μόνο θα εμφάνιζαν πλήρη αδυναμία συνέχισης λειτουργίας αλλά ταυτόχρονα θα
παρουσίαζαν και πλήρη αδυναμία χορήγησης φαρμάκων ούτως ή άλλως αλλά και
αναπλήρωσης των εκμηδενισμένων αποθεμάτων τους.
Αδυναμία χορήγησης φαρμάκων όχι μόνο σε
όσους δεν μπορούν να πληρώσουν αλλά ακόμα και σε αυτούς που έστω και με
δυσκολία θα μπορούσαν.
Με τη σημερινή εικόνα των φαρμακείων και
των αποθεμάτων τους ένα τέτοιο σενάριο
μπορεί να δείξει τα πρώτα σημάδια εμφάνισής του μέσα στο αμέσως επόμενο 10ήμερο
για να κορυφωθεί και να επέλθει η πλήρης κατάρρευση σε 3 εβδομάδες με 1 μήνα
από σήμερα.
Σε ένα τέτοιο σενάριο το Σύστημα θα
κατέρρεε πανελλαδικά και δεν θα μπορούσε πια να ξανατεθεί σε λειτουργία. Ο
κόσμος θα έμενε πραγματικά χωρίς φάρμακα και χωρίς τρόπο να βρει φάρμακα ούτε
την επόμενη περίοδο.
Αυτό είναι η περιγραφή της Ανθρωπιστικής
Κρίσης στο σκέλος της χορήγησης φαρμάκων στους έλληνες και σαν σενάριο είναι
εφιαλτικό και πολύ χειρότερο για τον πληθυσμό από οποιαδήποτε άρση πίστωσης,
οποιαδήποτε κινητοποίηση, οποιαδήποτε τέλος πάντων άλλη κατάσταση, όπως πχ. και
η σημερινή.
Αυτό ακριβώς επιχειρούμε να προλάβουμε
με τη σημερινή διακοπή πίστωσης στον ΕΟΠΥΥ.
Η άρση πίστωσης δεν είναι κινητοποίηση.
Είναι κίνηση απελπισίας, το έσχατο πριν το σημείο μη-επιστροφής μέτρο σήμερα
για να περισωθεί και να διαφυλαχθεί όσο πιο ακέραιο γίνεται το πανελλαδικό
δίκτυο παροχής φαρμακοθεραπείας και τροφοδοσίας του πληθυσμού με φάρμακα, να
συνεχίσει να λειτουργεί έστω και υποτυπωδώς και να διατηρήσει ζωντανό έστω και σε χειμερία νάρκη το σύστημα
πανελλαδικά, ώστε να διατηρηθεί με τη σειρά της ζωντανή και η ελπίδα στο μέλλον
κάποια στιγμή να μπορέσει να επανεκκινήσει τη λειτουργία του.
Το ένστικτο του
μέσου φαρμακοποιού
Ο μέσος φαρμακοποιός από ένστικτο το
γνωρίζει αυτό, γι’ αυτό και υπερέβη αυτή την εποχή κάθε
μικροκομματική-μικροσυνδικαλιστική-μικρόνοη τέλος πάντων παραδοσιακή θεώρηση
και ξεκινώντας από την περιφέρεια από τις 10 Αυγούστου, για να πάρει τη μορφή
ντόμινο και να κορυφωθεί στις 1-9-2012, κατέφυγε σε διακοπή πίστωσης στον ΕΟΠΥΥ
που αποτελεί και το 65-70% των εσόδων του, πανελλαδικά και μαζικά.
Δηλωτικό αυτής της πραγματικότητας είναι
και το γεγονός ότι τόσο στην Αττική όσο και στον Πειραιά οι Γενικές Συνελεύσεις
των Φαρμακευτικών Συλλόγων αποφάσισαν να ακολουθήσουν σχεδόν ομόφωνα αυτή την
επιλογή.
Αν από επιπολαιότητα οι φαρμακοποιοί
παρασύρονταν σήμερα να συνεχίζουν να εκτίθενται σε πίστωση προς αυτόν τον ΕΟΠΥ
σε αυτό το περιβάλλον που υπάρχει, τότε θα οδεύαμε ολοταχώς για το εσχατολογικό
σενάριο που περιγράφτηκε παραπάνω και το οποίο θα προξενούσε πολύ μεγαλύτερη
και μονιμότερη καταστροφή στην υγεία του πληθυσμού σε σχέση με αυτό που
αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερα.
Αυτό ακριβώς επιδιώκει να προλάβει και
να αποτρέψει η σημερινή διακοπή πίστωσης των φαρμακείων προς τον ΕΟΠΥΥ.
Οι προϋποθέσεις για
μια ασφαλή επανεκκίνηση
Για να μπορέσουν με ασφάλεια τα
φαρμακεία να αρχίσουν σιγά-σιγά να ξαναξεκινήσουν να λειτουργούν κανονικά μέχρι
να επανέλθουν σε ένα ανεκτό επίπεδο λειτουργίας θα πρέπει:
Στο σκέλος της χρηματοδότησης:
Α) Να αυξηθεί έστω και για έναν χρόνο η
κρατική χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ τουλάχιστον στο 1% του ΑΕΠ,
Β) Να θεσπιστεί και να ξεκινήσει η
απευθείας χρηματοδότησή του ΕΟΠΥΥ από το ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών των
ασφαλισμένων που του αναλογεί, χωρίς να μεσολαβούν τα Ασφ. Ταμεία σε αυτή τη
διαδικασία,
Στο σκέλος της πιστωτικού περιβάλλοντος
της φαρμακευτικής αλυσίδας:
Γ) Να γίνει προσέγγιση της πίστωσης των
φαρμακείων από τον ΕΟΠΥΥ με την πίστωση των φαρμακείων από τους προμηθευτές
τους, έστω και προσωρινά με ρυθμιστικά-επεμβατικά μέτρα νομοθετικού
περιεχομένου,
Δ)
Να νομοθετηθεί η πλήρης και καθολική απαλλαγή των φαρμακείων από
αξιώσεις τρίτων σε βάρος τους (Τράπεζες-προμηθευτές-υπαγωγή στον Τειρεσία)
μέχρι του ύψους των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών των Ασφ. Ταμείων προς αυτά,
το ύψος των οποίων μπορεί να πιστοποιηθεί ηλεκτρονικά ή με απλή βεβαίωση προς τον
ενδιαφερόμενο.
Ε)
Να θεσμοθετηθεί η εθελοντική διαδικασία συμψηφισμού χρεών έστω και
προσωρινά για 2 χρόνια μεταξύ φαρμακείων και Εφορίας-ΤΣΑΥ, ώστε να απομειωθεί η
συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή των 300 και πλέον εκατομυριών ευρώ των Ασφ.
Ταμείων προς τα φαρμακεία που εκκρεμεί από το 2010-2011, και έτσι να καταστεί
ευχερέστερη και η συνολική εξόφλησή της προς τους φαρμακοποιούς, με το ποσό που
θα υπολείπεται να καλύπτεται με έκτακτο κονδύλι του Προϋπολογισμού που θα
μπορεί να δωθεί έστω και τμηματικά και χωρίς φυσικά την απομείωση του 3,5% του
Ν. 4038/2012, και χωρίς να μπορεί να καταστεί παραγράψιμο.
Χωρίς να νομοθετηθούν και να αρχίσουν να
λειτουργούν μέτρα της παραπάνω φιλοσοφίας, καθώς αυτά που περιγράφηκαν είναι
απλώς ενδεικτικά του τρόπου προσέγγισης μίας λύσης-διασφάλισης, τα φαρμακεία
δεν μπορούν να ξαναρχίσουν την πίστωση προς τον ΕΟΠΥΥ χωρίς τον κίνδυνο να
απειληθεί συνολικά και μη-αναστρέψιμα σε σύντομο χρόνο όλο το οικοδόμημα της
παροχής φαρμακοθεραπείας στην Ελλάδα και της ομαλής τροφοδοσίας του πληθυσμού
σε φάρμακα, και να οδηγηθούμε έτσι σε μία ανθρωπιστική κρίση τριτοκοσμικού
χαρακτήρα ή περιβάλλοντος που έχει πληγεί από κολοσσιαία φυσική καταστροφή.
Δαγρές Γιάννης –
Φαρμακοποιός
Μέλος Δ.Σ. – Φ.Σ.Α./Ν.Π.Δ.Δ.