Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Ποια τα συμπεράσματα έρευνας για την υγεία, τι λέει ο κόσμος για γενόσημα, υποκατάσταση, πόσο επηρεάζει η οικονομική κρίση την πρόσβαση σε υπηρεσίες Υγείας

Ο Τομέας Οικονομικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας σε έρευνα που διεξήχθη το Φεβρουάριο και Μάρτιο 2013 σε 1600 ενήλικες ασθενείς, άνδρες και γυναίκες, μελέτησε τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χρήση υπηρεσιών υγείας του γενικού πληθυσμού για τέσσερα χρόνια νοσήματα σε ήπιο ή μέτριο στάδιο (Υπέρταση, Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου ΙΙ, Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και Άνοια τύπου Alzheimer) σε 11 πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Αλεξανδρούπολη, Λαμία, Τρίπολη, Βόλο και Κοζάνη).

Τα χρόνια νοσήματα, μεταξύ των οποίων τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, ο διαβήτης και τα ψυχικά νοσήματα, αποτελούν τη...


... σημαντικότερη αιτία ανικανότητας και πρόωρου θανάτου και επιφέρουν υψηλό κόστος στο σύστημα υγείας, καθώς ευθύνονται για το 70% της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και απορροφούν περισσότερο από το 65% της εθνικής υγειονομικής δαπάνης. Η συντριπτική πλειοψηφία των χρόνιων νοσημάτων θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί με την εξάλειψη ή διαχείριση των παραγόντων κινδύνου.

Η έρευνα ασχολήθηκε με το επίπεδο του εισοδήματος, το επίπεδο υγείας, την πρόσβαση και χρήση υπηρεσιών υγείας και την επιλογή φαρμάκου. Συνοψίζονται μερικά από τα συμπεράσματα της μελέτης:

  • Καταγράφεται μείωση κατά μ.ο. περίπου €530 στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, το οποίο διαμορφώνεται σε €1.115. 8 στους 10 ασθενείς αντιλαμβάνονται τη μείωση αυτή ως ιδιαίτερα υψηλή και δηλώνουν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για το μέλλον ενώ 2 στους 10 μείωσαν τη δαπάνη υγείας.
  • Σε ότι αφορά τα γενόσημα, υπάρχει ασάφεια αναφορικά με τις στάσεις και αντιλήψεις των ασθενών. Αναφορικά με την ασφάλεια 4 στους 10 ασθενείς αναγνωρίζει τα γενόσημα ως ασφαλή και ποιοτικά φάρμακα ενώ η χώρα προέλευσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αναγνώριση ότι ένα γενόσημο τηρεί προδιαγραφές ασφαλείας και μπορεί να είναι αποτελεσματικό. Η αύξηση του ποσοστού των γενοσήμων καθίσταται εφικτή μέσω της αλλαγής της συνταγογραφικής κουλτούρας των γιατρών η οποία επιτυγχάνεται με μακροχρόνιο σχεδιασμό και θέσπιση οικονομικών και άλλων κινήτρων.
  • Το φάρμακο για τον χρόνιο ασθενή είναι «μονόδρομος», με αποτέλεσμα να μειώνει κάθε άλλη δυνατή δαπάνη για να έχει πρόσβαση στο φάρμακο. 9 στους 10 θεωρούν το φάρμακο ιδιαιτέρως σημαντικό για τη διατήρηση του επιπέδου υγείας τους ενώ 6 στους 10 θεωρούν την άποψη του γιατρού το πρώτο κριτήριο για την αλλαγή φαρμάκου. Αδιαμφισβήτητη η σχέση εμπιστοσύνης με το φάρμακο το οποίο ήδη λαμβάνει και έχει ρυθμιστεί, μολονότι επωμίζεται πρόσθετο κόστος.
  • Το σύστημα συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία υπερθεματίζει τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο του γιατρού στη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας, λόγω της ασυμμετρίας της πληροφόρησης μεταξύ των εταίρων, καθώς η άποψη του γιατρού αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αλλαγή σκευάσματος. Μόλις 1 στους 10 άλλαξε το φάρμακό του και επέλεξε αυτό που αποζημιώνει η κοινωνική ασφάλιση. Οι 8 στους 10 ασθενείς παρέμειναν στο φάρμακό τους, μετά την εφαρμογή της συνταγογράφησης με βάση το INN, και επωμίσθηκαν την πρόσθετη δαπάνη, περικόπτοντας κάθε άλλο δυνατό έξοδο.
  • Η πολιτική περιορισμού της προσφοράς προς μείωση της δημόσιας δαπάνης υγείας δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στους ασθενείς και αυξάνει τις ανισότητες στην πρόσβαση και στις εκβάσεις υγείας.
  • Η αύξηση των ίδιων πληρωμών από τους χρόνιους ασθενείς θέτει σημαντικά εμπόδια πρόσβασης. Παράλληλα αποτελεί καθοριστική συνιστώσα μειωμένης συμμόρφωσης και κατά συνέπεια αύξησης των ποσοστών απορρύθμισης. Οι χρόνοι πάσχοντες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια κάλυψης του κόστους από ίδιες πληρωμές, γεγονός το οποίο, ενδεχομένως να μην είναι εφικτό σε βάθος χρόνου, δεδομένης της σταθερής ή/και αυξανόμενης οικονομικής επιβάρυνσης και της αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεικτών (ανεργία, εισόδημα).
  • Η λήψη μέτρων καθίσταται επιτακτική καθώς η ανεπαρκής διαχείριση των χρόνιων παθήσεων εκτός των επιπτώσεων στην υγεία του πληθυσμού ωθεί σε αυξημένη ζήτηση δευτεροβάθμιων ( αύξηση των εισαγωγών >30%) και τριτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας με άμεση συνέπεια την όξυνση της δαπάνης και τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού υγείας. Οι χρόνιοι ασθενείς λαμβάνουν μόνο το 56% της κλινικά συνιστώμενης υγειονομικής φροντίδας. Η διάσταση και το μέγεθος της επίδρασης του φαινομένου αυτού δύναται να αποτυπωθεί από τη διαφορά του μέσου κόστους περίπτωσης στην πρωτοβάθμια φροντίδα η οποία υπολογίζεται σε 31,5€ (με 4,5-5,0 επισκέψεις κατά κεφαλήν ετησίως) και του μέσου κόστους περίπτωσης σε ένα δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα η οποία ανέρχεται σε 2108€.

Στην κατεύθυνση αυτή η ερευνητική ομάδα προτείνει μεταρρυθμίσεις οι οποίες κρίνονται απαραίτητες και αφορούν την στροφή στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) με κύριους άξονες την εισαγωγή κλειστών σφαιρικών προϋπολογισμών, την παροχή κινήτρων αποδοτικότητας και παραγωγικότητας και την δημιουργία ολοκληρωμένων δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.