Κατά 30% έχουν μειωθεί την τελευταία διετία οι επισκέψεις των χρονίως πασχόντων στους γιατρούς. Οι πάσχοντες από υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και Αλτσχάιμερ, οι οποίοι έχουν ανάγκη περισσότερο από τον καθένα να βρίσκονται σε τακτική επικοινωνία με τον γιατρό τους, καθυστερούν τις επισκέψεις κυρίως λόγω οικονομικών προβλημάτων. Με απλά λόγια, δεν μπορούν πάντα να πληρώνουν τις ιατρικές επισκέψεις.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης των ερευνητών του Τομέα Οικονομικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), η συρρίκνωση της υγειονομικής δαπάνης λόγω της οικονομικής κρίσης έχει υποβαθμίσει το επίπεδο υγείας, τη χρήση και την πρόσβαση των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας. Τα χρόνια νοσήματα, μεταξύ των οποίων τα καρδιαγγειακά, ο καρκίνος, ο διαβήτης και τα ψυχικά, αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία ανικανότητας και πρόωρου θανάτου και επιφέρουν υψηλό κόστος στο Σύστημα Υγείας, καθώς ευθύνονται για το 70% της ζήτησης υπηρεσιών υγείας και απορροφούν περισσότερο από το 65% της εθνικής υγειονομικής δαπάνης.
«Η λήψη μέτρων καθίσταται επιτακτική καθώς η ανεπαρκής διαχείριση των χρόνιων παθήσεων εκτός από τις επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού ωθεί σε αυξημένη ζήτηση δευτεροβάθμιων (αύξηση των εισαγωγών πάνω από 30%) και τριτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας με άμεση συνέπεια την όξυνση της δαπάνης και τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού υγείας. Ο Τομέας Οικονομικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας προτείνει τη στροφή στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας» δηλώνει ο καθηγητής κ. Γιάννης Κυριόπουλος.
Οι υπεύθυνοι του Τομέα Οικονομικών της ΕΣΔΥ, σε έρευνα που διεξήχθη τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 2013 σε 1.600 ενήλικους ασθενείς, άνδρες και γυναίκες, μελέτησε τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χρήση υπηρεσιών υγείας του γενικού πληθυσμού για τέσσερα χρόνια (υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και άνοια τύπου Αλτσχάιμερ) σε 11 πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Αλεξανδρούπολη, Λαμία, Τρίπολη, Βόλο και Κοζάνη).
Η έρευνα ασχολήθηκε με το επίπεδο του εισοδήματος, το επίπεδο υγείας, την πρόσβαση και χρήση υπηρεσιών υγείας και την επιλογή φαρμάκου. Στα κυριότερα συμπεράσματα της έκθεσης εντάσσεται το γεγονός ότι οι δύο στους δέκα περιόρισαν τη δαπάνη υγείας. Και αυτό διότι καταγράφεται μείωση κατά 530 ευρώ στο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα, το οποίο διαμορφώνεται σε 1.115 ευρώ. Οι οκτώ στους δέκα ασθενείς αντιλαμβάνονται τη μείωση αυτή ως υψηλή και δηλώνουν απαισιόδοξοι για το μέλλον.
Σε ό,τι αφορά τα γενόσημα φάρμακα (αντίγραφα), υπάρχει ασάφεια αναφορικά με τις στάσεις και τις αντιλήψεις των ασθενών. Αναφορικά με την ασφάλεια, οι τέσσερις στους δέκα ασθενείς θεωρούν ότι τα γενόσημα είναι ασφαλή και ποιοτικά φάρμακα. Η χώρα προέλευσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αναγνώριση ότι ένα γενόσημο τηρεί προδιαγραφές ασφαλείας και μπορεί να είναι αποτελεσματικό. Η αύξηση του ποσοστού των γενοσήμων καθίσταται εφικτή μέσω της αλλαγής της συνταγογραφικής κουλτούρας των γιατρών η οποία επιτυγχάνεται με μακροχρόνιο σχεδιασμό και θέσπιση οικονομικών και άλλων κινήτρων.
Το φάρμακο για τον χρόνιο ασθενή είναι «μονόδρομος», με αποτέλεσμα να μειώνει κάθε άλλη δυνατή δαπάνη για να έχει πρόσβαση σε αυτό. Οι εννέα στους δέκα θεωρούν το φάρμακο ιδιαιτέρως σημαντικό για τη διατήρηση του επιπέδου υγείας τους ενώ οι έξι στους δέκα θεωρούν την άποψη του γιατρού το πρώτο κριτήριο για την αλλαγή φαρμάκου. Αδιαμφισβήτητη είναι η σχέση εμπιστοσύνης με το φάρμακο το οποίο ήδη λαμβάνει και έχει ρυθμιστεί, μολονότι επωμίζεται πρόσθετο κόστος.
Το σύστημα συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία υπερθεματίζει τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο του γιατρού στη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας, λόγω της ασυμμετρίας της πληροφόρησης μεταξύ των εταίρων, καθώς η άποψη του γιατρού αποτελεί το βασικό κριτήριο για την αλλαγή σκευάσματος. Μόλις ένας στους δέκα άλλαξε το φάρμακό του και επέλεξε αυτό που αποζημιώνει η κοινωνική ασφάλιση.
Πηγή: tovima.gr