Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Γ. Δαγρές: Στρεβλώσεις από το μνημόνιο και στόχοι για το μέλλον. Πώς οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι οι λιγότερο χαμένες στην αλυσίδα φαρμάκου

                 
Το παρακάτω κείμενο του συναδέλφου Γ. Δαγρέ δημοσιεύθηκε πριν λίγες μέρες στο περιοδικό ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΥ.

Κάνοντας μία μικρή ιστορική αναδρομή πάνω στους βασικούς άξονες, με την πρώτη πρόχειρη ματιά αυτό που ζήσαμε από το 2010 και μετά ήταν:

Α) Από οικονομικής πλευράς στο φάρμακο μία συνολική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης κατά σχεδόν 50% μέσα σε τρία μόλις χρόνια.

Εμβαθύνοντας όμως στα επιμέρους η εικόνα αλλάζει κατά πολύ, καθώς η...




.... μείωση αυτή δεν μοιράστηκε δίκαια και αναλογικά σε όλους τους κρίκους της αλυσίδας του φαρμάκου, δηλαδή δεν χάσαμε συνολικά όλοι τα ίδια.

Όλοι όσοι εμπλέκονται στο φάρμακο έχασαν από τη μείωση τιμών (που είναι και η βασική οδός μείωσης της δαπάνης μαζί με τη μείωση της κατανάλωσης), αλλά κάποιοι από εμάς χάσαμε και κάτι επιπλέον: χάσαμε και τη μείωση ποσοστών κέρδους και ύλης και έτσι κάποιοι άλλοι είδαν εξαιτίας αυτού το δικό τους μερίδιο στις θυσίες να ελαφρύνεται προνομιακά. Πιο συγκεκριμένα, και αν τα αθροίσει κανείς όλα τα παραπάνω, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ:


  • Η βιομηχανία έχασε μόλις 41% των εσόδων της (51% με τις κρατήσεις),

  • οι φαρμακαποθήκες έχασαν 63% των εσόδων τους,

  • εμείς τα Φαρμακεία χάσαμε...59% των εσόδων μας (70% με τις κρατήσεις).

Συμπέρασμα: Πέραν του Κράτους λοιπόν, οι κερδισμένοι της κρίσης, ή μάλλον οι ευνοημένοι ως λιγότερο χαμένοι, ήταν οι Φαρμακευτικές Εταιρείες οι οποίες κατάφεραν με μία σειρά ευνοϊκές για αυτές ρυθμίσεις (νομοθετικές μειώσεις ποσοστών κέρδους, συμψηφισμοί χρεών μόνο για αυτές, αποκλεισμός παρόχων από ένα κομμάτι της δαπάνης κλπ.), να φορτώσουν ένα μεγάλο κομμάτι του δικού τους μεριδίου στη μείωση της δαπάνης στις πλάτες Φαρμακείων και αποθηκών.

Αυτή η πελατειακού τύπου παλαιοκομματική αδικία είχε τεράστιες συνέπειες στη χώρα μας, συνέπειες που σε μεγάλο βαθμό ακύρωσαν μεγάλο μέρος των ωφελημάτων που προκύπτουν από έναν εξορθολογισμό της δαπάνης. Και αυτό διότι δεν υπάρχει κανείς απολύτως αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί γιατί κάποιοι να χάνουν λιγότερα και κάποιοι περισσότερα.

Πρόκειται για μία αδικαιολόγητη στρέβλωση από την οποία χάνουν όλοι (Κράτος, Ασφαλιστικό Σύστημα και κοινωνία) για να κερδίσει ένας κάτι που δεν το αξίζει και δεν το δικαιούται. Και η ζημιά από αυτό δεν είναι καθόλου μικρή για τον ασφαλισμένο και το Κράτος.

Αφήνοντας στην άκρη προς το παρόν το κρίσιμο ερώτημα αν αρκεί μία φαρμακευτική δαπάνη του ύψους των 2,4 δις για μια χώρα 11 εκατομ. κατοίκων και με υπάρχουσες ακόμα αναχρονιστικές δομές στη λειτουργία του συστήματος για να μην έχουμε ανθρωπιστική κρίση διαστάσεων στην Υγεία, και αφήνοντας στην άκρη για την ώρα και τις απαράδεκτες καθυστερήσεις πληρωμών, η ασύμμετρη και απαράδεκτα εκτελεσμένη αυτή μείωση προκάλεσε:

i)               Αδικαιολόγητα μεγάλη πίεση στα Φαρμακεία και στις αποθήκες που προκάλεσε με τη σειρά της και προκαλεί μεγαλύτερη ανεργία από αυτή που θα δικαιολογούσε να προκαλέσει (τα Φαρμακεία μόνα τους ήταν ανέκαθεν ο μεγαλύτερος εργοδότης στο φάρμακο με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να ζουν από αυτά, συνεπώς ένα δυσανάλογο πλήγμα σε αυτά προκαλεί και δυσανάλογη ζημιά και σε όσα χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του),

ii)              και αναλογικά μεγαλύτερη μείωση των κρατικών εσόδων από Φόρους απ΄ όση θα μπορούσε να προκαλέσει (τα Φαρμακεία και οι αποθήκες αναλογικά πληρώνουν πολύ περισσότερους φόρους από τις εταιρείες ειδικά τις πολυεθνικές).

Αυτά τα δύο μόνα τους ακύρωσαν από οικονομικής άποψης ένα μεγάλο μέρος των ωφελημάτων που προήλθαν για το Κράτος και την κοινωνία από την ίδια τη μείωση. Αν η μείωση γινόταν ισοαναλογικά τα συνολικά ωφελήματα θα ήταν και θα συνέχιζαν να είναι πολύ μεγαλύτερα και οι παράπλευρες απώλειες για την κοινωνία και την οικονομία πολύ μικρότερες.

iii)            Αδικαιολόγητα μεγαλύτερη υποβάθμιση στην πρόσβαση του ασθενούς στο απαραίτητο φάρμακο από αυτή που θα δικαιολογούνταν να προκύψει, καθώς πολλά από τα Φαρμακεία που έκλεισαν ή υπολειτουργούν σήμερα θα μπορούσαν αν δεν γινόταν έτσι η μείωση να συνεχίσουν να εξυπηρετούν κόσμο το ίδιο καλά με παλιά και στα ίδια τα σημεία στα οποία βρίσκονταν.

Θυμίζουμε ότι με μία αναλογικώς δίκαιη κατανομή των θυσιών στο όνομα του εξορθολογισμού της δαπάνης, δηλαδή με τα ίδια λεφτά, θα μπορούσαμε να έχουμε περισσότερα και λειτουργικώς αρτιότερα Φαρμακεία και ταυτόχρονα μεγαλύτερη απασχόληση συνολικά στο φάρμακο, από αυτό που καταλήξαμε να έχουμε σήμερα.

Ο δε εκσυγχρονισμός στον χώρο του φαρμάκου (κυρίως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και η καθιέρωση της χρήσης της δραστικής ουσίας μαζί με τη βελτίωση του τρόπου κοστολόγησης της εργοστασιακής τιμής φαρμάκου που όμως ακόμα δεν έχει ωριμάσει), όσο και αν αυξάνουν τη λειτουργικότητα του συστήματος και αναδιανέμουν πιο ορθολογικά τους εναπομείναντες πόρους ανάμεσα σε ταυτόσημους παρόχους, δεν μπορούν να εξισορροπήσουν τη ζημιά που συντελέστηκε και συντελείται από αυτή την ανορθολογική και άδικη ανακατανομή πόρων μεταξύ των κρίκων της αλυσίδας του φαρμάκου που έγινε. 

iv)             Πρόκληση σοβαρής «ρωγμής εμπιστοσύνης» στο Σύστημα. Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή έτσι και εδώ η σταθερότητα δεν είναι μόνο θέμα ρυθμίσεων και εκσυγχρονισμών. Πρωτίστως είναι θέμα εμπιστοσύνης, το ακριβώς ανάλογο δηλαδή με το “trust” που έχει ανάγκη η Αγορά, σε άλλες δραστηριότητες εκτός Υγείας, για να υπάρχει και να λειτουργεί.

Οι φαρμακοποιοί ποτέ ξανά δεν πρόκειται να εμπιστευθούν όπως παλιά οποιαδήποτε Κυβέρνηση και δικαίως, ούτε να ξεχάσουν όσα υπέστησαν άδικα και καταχρηστικά. Η δημοσκοπική τύχη πρώην υπουργού υγείας που ίδρυσε δικό του κόμμα και η πολιτική τύχη έτερου κατοίκου της Αριστοτέλους δείχνουν ότι η αναταραχή από αδικίες που συντελούνται έχουν θύματα εκατέρωθεν, και βέβαια όσο δεν αποκαθίστανται τόσο συνεχίζουν να λειτουργούν σαν ωρολογιακές βόμβες στις σχέσεις Κυβέρνησης-πολιτών/επαγγελματιών.

Τέτοιου είδους αδικίες δεν ξεπερνιόνται ούτε δικαιολογούνται στο όνομα οποιουδήποτε ανώτερου σκοπού και καλλιεργούν μία πολεμική που υποσκάπτει σοβαρά τη λειτουργία του Συστήματος. Δύο δύσπιστοι εταίροι θα συνεργαστούν προσχηματικά και απρόθυμα, οι καρποί της συνεργασίας τους δεν θα είναι αυτοί που σχεδιάζεται να είναι και η συμβίωση Πολιτείας-πολιτών θα γίνει προβληματική εκατέρωθεν. Αυτό το ζούμε καθημερινά.

Β) Από θεσμικής άποψης η απορρύθμιση/απελευθέρωση, δηλαδή η κατάργηση κοινών κανόνων λειτουργίας στο ωράριο και στην τιμοδότηση ΜΥΣΥΦΑ και ενδεχομένως ΦΥΚ (αν ποτέ αρχίσουν να χορηγούνται με αυτόν τον τρόπο από τα Φαρμακεία) είναι η πρώτη κοινή διαπίστωση.

                   Και αυτή όμως έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που φαίνονται με την πρώτη ματιά.

ΩΡΑΡΙΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ: Το ωράριο άλλαξε με τρόπο που να προκαλεί διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα Φαρμακεία. Ο θεσμικά επιβαλλόμενος αυτός εσωτερικός διχασμός ξεκίνησε όπως ήταν φυσικό από τις μεγάλες πόλεις (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), αλλά τώρα επεκτείνεται σχεδόν παντού, ακόμα και σε μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις.

Τι προσέφερε; Τίποτα που να μην μπορούσε να προσφερθεί με ελεγχόμενο και κοινά επωφελή τρόπο.

Στο όνομα της καλύτερης εξυπηρέτησης του κοινού, αντί να υιοθετηθεί ο εκσυγχρονισμός του συστήματος των εφημεριών που πλεονεκτεί σαφώς τόσο σε προοπτική ελεγχόμενης πύκνωσης όσο και ομοιομορφίας διασποράς, το σύστημα αφέθηκε στην τύχη του να «αυτορρυθμιστεί».

Συνέπεια: τα Φαρμακεία που επέλεξαν να διαφοροποιηθούν το έκαναν με γνώμονα το δικό τους συμφέρον (πολύ λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση από έναν απλό μέσο φαρμακοποιό να γνωρίζει τη μεγάλη εικόνα της ανάγκης εξυπηρέτησης σε έναν ευρύ γεωγραφικό χώρο) με συνέπεια το «ελεύθερο» ωράριο να δείξει μηδενική απόδοση στην εξυπηρέτηση των βραδινών ωρών και χείριστη απόδοση στην ομοιομορφία της διασποράς (ολόκληρες περιοχές δεν απόλαυσαν κανέναν επιπλέον ανοιχτό Φαρμακείο από το «αυτορρυθμισμένο» σύστημα ενώ άλλες κορέστηκαν με περιττώς πολλά μαζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο).

Δεν είναι όμως ότι το «αυτορυθμισμένο» σύστημα δεν προσέφερε τίποτα το αξιοσημείωτο. Προκάλεσε και ζημιά που συσσωρεύεται σταδιακά στον χρόνο.

Εξαιτίας του απορρυθμισμένου ωραρίου οι εφημερίες ως θεσμός, από μία υπηρεσία που τουλάχιστον δικαιολογούσε την ταλαιπωρία λόγω της δουλειάς που είχαν, κατάντησαν ζημιογόνες και μεταμορφώθηκαν σε άδικη τιμωρία και έτσι εμφανίζονται αυθόρμητα αθρόες αιτήσεις φαρμακοποιών να απαλλαγούν πλέον από αυτές. Το φαινόμενο αυτό λειτουργεί σαν ντόμινο και δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να το σταματήσει. Με τον ρυθμό αυτόν ενδεχομένως σε λίγους μήνες να μην υπάρχουν φαρμακοποιοί διαθέσιμοι να εξυπηρετούν τον ασθενή τις δύσκολες και αντιεμπορικές ώρες της ημέρας.

Αυτό ήταν το πρώτο πλήγμα που προκάλεσε η «απελευθέρωση» στην εξυπηρέτηση του κοινού. Νομιμοποίησε το κοντόφθαλμο εμπορικό σε βάρος του συλλογικού συμφέροντος.

Το δεύτερο πλήγμα είναι η βιωσιμότητα των μικρών μονάδων, δηλαδή του 90% των Φαρμακείων της χώρας. Αυτά τα Φαρμακεία εξυπηρετούν και το 80-85% του κόσμου και μάλιστα με βολικό και προσιτό τρόπο κοντά στον τόπο κατοικίας του καθενός.

Ένα μικρό αλλά σημαντικό τμήμα του κοινού, το νεανικό κυρίως και υγιές κομμάτι που δεν έχει τόσο πολύ ανάγκη ένα Φαρμακείο όσο ένας ασθενής ή γηραιός συμπολίτης τους, έχει τη δυνατότητα και επιλέγει πλέον τα κεντρικά Φαρμακεία περισσότερες φορές, προκαλώντας πλήγμα στα περιφερειακά. Έτσι όμως πλήττει κατ’  επέκταση και τους αδυνάτους-ασθενείς και γηραιούς που εξυπηρετούνται από αυτά τα περιφερειακά Φαρμακεία.

Και το τρίτο θύμα της απορρύθμισης του ωραρίου είναι η συνολική απασχόληση στον κλάδο. Για κάθε μία θέση που δυνητικά μπορεί να προκύψει από την ανάπτυξη ενός κεντρικού Φαρμακείου, αυτή δεν δημιουργείται από το κενό αλλά γεννιέται από το χάσιμο μίας θέσης απασχόλησης σε κάποιο περιφερειακό Φαρμακείο. Η αγορά δεν μεγαλώνει αλλά μοιράζεται συγκεντρωποιημένα και ανισομερώς εξαιτίας της απορρύθμισης, ειδικά σήμερα σε συνθήκες κρίσης που οι προοπτικές ανάπτυξης είναι ούτως ή άλλως αναιμικές.

Γιατί όλα αυτά; Είναι απλό:

Μην ξεχνάμε ότι τα Φαρμακεία είναι από τη φύση τους μονάδες εντάσεως εργασίας του τριτογενούς τομέα της Οικονομίας (υπηρεσίες και μάλιστα ειδικού τύπου).

Δεν είναι ούτε παραγωγικές μονάδες του πρωτογενούς τομέα (εργοστάσια) ούτε του δευτερογενούς (μεταποίηση) που έχουν την ευχέρεια από τη φύση τους να δείχνουν εξωστρέφεια και ανάπτυξη σε αναζήτηση άλλων αγορών, αλλά και να επιτυγχάνουν σημαντικές οικονομίες κλίμακας λόγω χρήσης μηχανών και τεχνολογίας (που προσφέρει η απουσία απευθείας επαφής με το ευρύ κοινό).

Οι υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού είναι πεπερασμένες (στο φάρμακο μειούμενες) και δεν μπορούν να επεκταθούν παρά ελάχιστα και με δυσανάλογη επένδυση προς τούτο (μη-ελκυστική επένδυση για επέκταση της Αγοράς σε νέα εδάφη ευκαιριών).

Και τόσο η ορθή οικονομική διαχείριση όσο και οι συνενώσεις Φαρμακείων μπορούν να δώσουν μία παράταση χρόνου και μία προσωρινή ανάσα μέχρι την επόμενη «μεταρρύθμιση» αλλά δεν μπορούν να δώσουν αειθαλή απάντηση στο ξεπέρασμα των περιορισμών της φύσης του αντικειμένου.  Και το χειρότερο είναι ότι περνούν το λάθος μήνυμα στους φαρμακοποιούς. Ότι θα μπορούσαν μόνα τους να αποτελέσουν δήθεν συνολική διέξοδο για τον κλάδο.

Τα Φαρμακεία όμως δεν είναι εργοστάσια και οι ανάγκες υγείας και φροντίδας υγείας δεν είναι απεριόριστες αλλά συγκεκριμένες και πεπερασμένες. Και αυτό το ζούμε αυτή την εποχή και μάλιστα καθημερινά και πολύ έντονα.

ΜΥΣΥΦΑ και η χίμαιρα της «απελευθέρωσης» και της «αυτοθεραπείας»: Σε αυτή τη φυσική νομοτέλεια εντάσσεται και το θέμα των ΜΥΣΥΦΑ. Αυτά τα αγαθά είναι φάρμακα αλλά δεν μπορούν να γιατρέψουν τις παθογόνες καταστάσεις που γιατρεύουν τα φάρμακα της Θετικής Λίστας. Οι χρόνια και βαριά πάσχοντες που αποτελούν τη μερίδα του λέοντος της δαπάνης (διαβητικοί, υπερτασικοί, ασθενείς με χοληστερίνη, βρογχικά προβλήματα, καρδιοπαθείς, νεφροπαθείς, καρκινοπαθείς, ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα κλπ.) δεν μπορούν να γίνουν καλά χρησιμοποιώντας ΜΥΣΥΦΑ.

Και το χειρότερο είναι ότι πολλοί από αυτούς μπορεί να αρρωστήσουν χειρότερα χρησιμοποιώντας επιπόλαια ΜΥΣΥΦΑ ενώ ταυτόχρονα λαμβάνουν και άλλη φαρμακευτική αγωγή.

Έτσι, η πολυδιαφημιζόμενη «αυτοθεραπεία» έχει διαστρεβλωθεί στο νόημά της, έχει τα όριά της, και από υγειονομικής άποψης όταν τα ξεπεράσει προκαλεί πολύ μεγαλύτερη ζημιά από όσα ωφέλη υπόσχεται να προσφέρει.

Και το ίδιο ισχύει και από οικονομικής άποψης. Η επέκταση της χρήσης ΜΥΣΥΦΑ πέρα από ένα όριο και χωρίς επίβλεψη ειδικού κατά την επιλογή και χρήση είναι άγονη και όχι υγιής ανάπτυξη. Όταν συντελείται πληρώνεται από την τσέπη του κόσμου (μηδενικό άθροισμα στο ισοζύγιο ανάπτυξης/εξοικονόμησης) χωρίς να ελαφρύνει την ίδια τη φαρμακευτική δαπάνη, άσχετα των αντιθέτων που αστήρικτα και χωρίς στοιχεία ψιθυρίζονται.   

Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα τα ΜΥΣΥΦΑ ήταν ανέκαθεν και συνεχίζουν να είναι τα φθηνότερα πανευρωπαϊκά, ακριβώς επειδή οι τιμές τους ήταν μέχρι και τον περασμένο Ιανουάριο ρυθμισμένες. Αν θέλει λοιπόν κανείς φθηνά ΜΥΣΥΦΑ θα πρέπει να ρυθμίσει τις τιμές τους και να αποφύγει με κάθε τρόπο την απελευθέρωση της τιμοδότησης και των καναλιών διάθεσης.

Ο χειμαζόμενος πια έλληνας πολίτης δεν έχει περισσευούμενα χρήματα για να πειραματιστεί και να επιβαρυνθεί χρηματικά από ακριβότερα ΜΥΣΥΦΑ απελευθερωμένης τιμής.

Συνεπώς η «αυτοθεραπεία» δεν είναι μόνο μία επικίνδυνη υγειονομικά οδός, αλλά και από οικονομικής άποψης αδιάφορη ως επιβαρυντική για την Εθνική Οικονομία και την τσέπη του καταναλωτή.

Γι΄ αυτόν τον λόγο η Ελλάδα σε αυτό τουλάχιστον υπερέχει έναντι άλλων χωρών της Ευρώπης που έχουν παρασυρθεί να επεκτείνουν τη χρήση ΜΥΣΥΦΑ τόσο με απορρυθμισμένες τιμές όσο και σε κανάλια χορήγησης εκτός Φαρμακείων. Και αυτή την υπεροχή είναι προς συμφέρον της χώρας και των ελλήνων να διατηρηθεί.

Για τα Φαρμακεία από την άλλη πλευρά, η ρύθμιση της τιμής των ΜΥΣΥΦΑ σε ένα ενιαίο πλαίσιο προσφέρει κάτι ακόμα: βοηθά τη βιωσιμότητα των μικρών περιφερειακών Φαρμακείων που τόσο έχουν ανάγκη εκατομύρια συμπολίτες μας.

Ένας ανταγωνισμός στην τιμή που θα ωφελούσε μεγάλα κεντρικά Φαρμακεία θα χρησιμοποιείτο αρχικά για να αφαιρέσουν την ύλη αυτή σε μεγάλο ποσοστό από τα υπόλοιπα, μέχρι που όταν συντελεστεί αυτό να ξαναπάρουν οι τιμές την ανιούσα, όπως συνηθίζεται να γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Και αυτό όχι μόνο θα προκαλούσε πλήγμα στην τσέπη των πολιτών αλλά θα επέφερε πλήγμα και στον συνολικό φαρμακευτικό ιστό της χώρας.

Οι συγκεντροποιήσεις πάντα απομυζούν πόρους από παντού και αφήνουν θύματα πίσω τους χωρίς παράπλευρες ωφέλειες. Όπως είδαμε και παραπάνω στο θέμα της φαρμακευτικής δαπάνης, με τα ίδια χρήματα και χωρίς κανένα επιπλέον κόσμος μπορεί κανείς να έχει πολλές μονάδες με πολλούς εργαζόμενους διάσπαρτες παντού, προς όφελος του πολίτη, και είναι ανόητο κάτι τέτοιο να το χάσουμε παρασυρόμενοι από ιδεοληψίες.

Η «συγκεντροποίηση» και ο «καπιταλισμός» είναι γενικόλογες έννοιες που χρησιμοποιούνται σαν βολικοί και λιγάκι ακαταλαβίστικοι αφορισμοί όταν κάποιος στριμώχνεται στη γωνία από τα λάθη στις επιλογές του και δεν μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις. Η επίκλισή τους λοιπόν για να δικαιολογηθούν οι λάθος επιλογές αποτελεί υπεκφυγή.


ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ:
                   Είδαμε λοιπόν ότι ένα μεγάλο μέρος των δεινών του κλάδου μας δεν οφείλεται τόσο στη μείωση της δαπάνης αυτή καθ΄ αυτή, ούτε μόνο στις απαράδεκτες καθυστερήσεις πληρωμών από τα Ασφ. Ταμεία.

Ούτε φυσικά οφείλεται στο ότι εμείς είμαστε «ανάλγητοι» ή «προνομιούχοι» ή «λίγοι σε αξία» ή «πολλοί σε αριθμό» ή «άχρηστοι» ή κάτι άλλο.

Αυτό το μεγάλο μέρος των σημερινών δεινών του κλάδου μας οφείλεται κυρίως στον τρόπο που συντελέστηκε αυτή η μείωση της δαπάνης και στη γενική σήμερα τάση «απελευθερώσεων» που οδηγεί σε συγκεντροποιήσεις κεφαλαίων και συνεπώς ευκαιριών από τη μία πλευρά (τη μειοψηφία) και αποψίλωση των ίδιων χαρακτηριστικών και προοπτικών από την άλλη (πλειοψηφία).

Αυτά τα πράγματα σχεδιάζονται και επιχειρούνται ανεξάρτητα του τι είναι ο άλλος και η μόνη ευθύνη μας είναι να τα αντιληφθούμε για να τα αντιμετωπίσουμε και να σχεδιάσουμε εμείς οι ίδιοι το μέλλον μας ανεξάρτητα από περισπασμούς ή τεχνητές «ατζέντες» που επιχειρείται να μας επιβληθούν.

Τα καλά νέα είναι ότι αυτά τα πράγματα καθώς προέρχονται από ανθρώπινα λάθη, αδράνειες και υστεροβουλίες, και όχι από κάποιον άγνωστο Νόμο της Φυσικής ή των Μαθηματικών ή της Αστρονομίας, είναι αναστρέψιμα και αντιμετωπίσιμα.

Και πρέπει να θυμόμαστε ότι μπορεί μεν οι δυνάμεις της αγοράς να είναι δαρβινικές (ο χαμένος πεθαίνει), αλλά οι κοινωνίες ήταν πάντα ανθρώπινες (δεν υπάρχουν πραγματικά χαμένοι στην κοινωνική συνοχή μιας πολιτισμένης κοινωνίας).

Οπότε εφόσον οι αγορές είναι ανθρώπινα δημιουργήματα θα έρθει αναπόφευκτα η ώρα που είτε αυτές θα αλλάξουν χαρακτήρα είτε θα εξαλειφθούν από τις ίδιες τις κοινωνίες που τις γέννησαν αρχικά.

1)              Πρώτος λοιπόν στρατηγικός στόχος του κλάδου είναι η αντιμετώπιση οποιασδήποτε προσπάθειας συγκεντρωποίησης κεφαλαίου και ισχύος, είτε σε επίπεδο Φαρμακείων είτε συνολικά στο φάρμακο.

Η διόρθωση της στρέβλωσης του ότι πάνω από 70 από τα 100 ευρώ για φάρμακα πηγαίνουν πλέον στις εταιρείες ενώ το 2010 αυτό ήταν 63 ευρώ, η αύξηση δηλαδή των ποσοστών κέρδους μας και η απόδοση πίσω στον ιδιοκτήτη του του μεριδίου στις θυσίες που μας έκλεψε η βιομηχανία αποτελεί πάγιο, συνεχή και διαχρονικό στόχο.

Οι πόροι πρέπει να καταμερίζονται δίκαια στο σύστημα και δεν υπάρχει υποκατάστατο ή διαφορετικό ισοδύναμο σε αυτή τη θέση. Ούτε ασφαλής προσαρμογή στη μη τήρησή της. Η απώλεια πόρων δεν υποκαθίσταται εύκολα από αναζήτηση πόρων αλλού, καθώς οι διέξοδοι είναι θολές, βραδείες στις προοπτικές τους και αβέβαιες.

2)              Δεύτερος στόχος είναι η επαναφορά ενιαίων ρυθμίσεων λειτουργίας παντού όπου αυτές χάθηκαν. Το ιδεολόγημα των «απελευθερώσεων» άλλωστε έχει καταρρεύσει στην αξιοπιστία του κρίνοντας από τα αποτελέσματα που προκάλεσε στην εφαρμογή του, αλλά και την ίδια την αυτοκριτική αυτών που το επέβαλαν (βλ. δημόσιες παραδοχές ΔΝΤ για τα λάθη εκτιμήσεων στα οποία υπέπεσε).

Τα δύο παραπάνω αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσουμε να «χτίσουμε» το μέλλον. Προσφέρουν ένα σταθερό περιβάλλον στο οποίο έχει νόημα να σχεδιάσεις σαν κλάδος (υπεραξία της ενότητας) και να μην αναγκαζόμαστε να αγωνιούμε ή να μην μπορούμε να προσεγγίσουμε σαν μονάδες.

Υπηρεσίες από τα Φαρμακεία και επέκταση γνωστικών αντικειμένων με συστηματικό τρόπο, έλεγχος των δεδομένων της κατανάλωσης και της ασφάλειας χρήσης φαρμάκων (Φαρμακεπαγρύπνηση), συνενώσεις μέσω δικτύων που προσδίδουν υπεραξίες και πρόσβαση σε τεχνογνωσία εκσυγχρονισμού διαχείρισης και λειτουργίας είναι κάποια από αυτά που μπορούν να σχεδιαστούν για το μέλλον.

Αλλά δεν έχει καμία αξία να σχεδιάζει κανείς κινήσεις συνολικής εξέλιξης και αλλαγής προσανατολισμού του επαγγέλματος υπό την πίεση της συγκυρίας και μόνο. Η αλλαγή προσανατολισμού είναι μία μακρόσυρτη διαδικασία που μπορεί να πυροδοτηθεί μεν από την ανάγκη πίεσης αλλά δεν προφταίνει να προσφέρει τα αναμενόμενα όσο μία κρίση συνεχίζει, ενώ ο χαρακτήρας των αλλαγών δεν μπορούν να σχεδιαστούν σωστά υπό το άγχος του επείγοντος που πάντα ωθεί εξ’  ορισμού στην κοντοφθαλμία.

Όσον αφορά τη δύναμη που έχουμε να επιβάλλουμε επιλογές, μπορούμε να θυμηθούμε ότι έχουμε πολύ μεγάλη, αφού δεν έχουμε εξαντλήσει ούτε κλάσμα καν της δύναμης των συλλογικών οργάνων μας και της συλλογικής συνείδησης που δείξαμε στο παρελθόν.

 Όποτε δράσαμε ενωμένοι κερδίσαμε περισσότερα από όσα πιστεύαμε αρχικά (βλ. αναστολές πίστωσης Ιουνίου και Σεπτεμβρίου, αλλά και τελική έκβαση των Ν. 3918&3919/2011 αναφορικά με τις ρυθμίσεις λειτουργίας Φαρμακείων). Όποτε οι ίδιοι υπαναχωρήσαμε και δεν πιστέψαμε στον εαυτό μας αδικώντας τον βγήκαμε χαμένοι (βλ. επίσης αναστολές πίστωσης Σεπτεμβρίου και χάσμα ρητορικής/πράξεων στη διεκδίκηση εδώ και μήνες). Το ίδιο συνέβη και όποτε μπερδέψαμε τη σύνεση με την ενδοτικότητα και παρασυρθήκαμε στη δεύτερη.

Η μάχη ακόμα μαίνεται αλλά η έκβασή της απέχει πολύ από το να καθοριστεί. Όσοι στοιχημάτιζαν στην ολική καταστροφή των Φαρμακείων μέχρι στιγμής διαψεύδονται, και αν τύχει ποτέ να επαληθευτούν αυτό θα οφείλεται εν μέρει και στην ηττοπάθεια και τη μεμψιμοιρία, ή τον χωρίς ισοδύναμο και χειροπιαστό αντάλλαγμα συμβιβασμό, που σπέρνουν στον κλάδο εμποδίζοντάς τον έτσι να δράσει αποτελεσματικά.

Όσοι από την άλλη ποτέ δεν υπέκυψαν στον πειρασμό να θεωρήσουν εαυτούς έρμαια της μοίρας (ή των «αγορών») έχουν πλέον και μετά από τρία χρόνια κάθε λόγο να αισθάνονται δικαιωμένοι. Παρόλες τις καταστροφές που έχουμε υποστεί και παρόλες τις απειλές που συνεχίζουν να κρεμιούνται πάνω από τα κεφάλια μας τα Φαρμακεία συνεχίζουν να υπάρχουν την ίδια ώρα που οι «απελευθερώσεις» ξεφουσκώνουν σιγά-σιγά στη δυναμική τους σαν δόγμα και ας συνεχίζουν ακόμα να κυριαρχούν από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο.

Μόνο που όσο πλησιάζει το τέλος του κύκλου οι κίνδυνοι γίνονται συνήθως πιο θανάσιμοι. Οπότε απαιτείται συνεχής εγρήγορση και δράση. Τώρα για να γλιτώσουμε ώστε αύριο να έχουμε την ευκαιρία να χτίσουμε και να εξελιχθούμε.

                                                                                                     Δαγρές Γιάννης – Φαρμακοποιός
                                                      Μέλος Δ.Σ. Φ.Σ.Α.-Ν.Π.Δ.Δ.