Ο πολλαπλασιασμός των φαρμάκων υψηλού κόστους και η αύξηση των τιμών των φαρμάκων αυξάνουν τις πιέσεις στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία και θέτουν υπό αμφισβήτηση τις στρατηγικές τιμολόγησης της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Οι κυβερνήσεις πρέπει να συνεργαστούν με τη βιομηχανία και τις ρυθμιστικές αρχές για να καθορίσουν μια νέα προσέγγιση στην ανάπτυξη και τη χρήση νέων τεχνολογιών υγείας που ενθαρρύνει την καινοτομία, ενόσω θα παρέχουν ταυτόχρονα πιο προσιτές θεραπείες από πλευράς κόστους - οφέλους, επισημαίνει νέα έκθεση του ΟΟΣΑ.


 

Η έκθεση "Νέες Τεχνολογίες Υγείας: Διαχείριση πρόσβασης, Αξία και Βιωσιμότητα" σημειώνει ότι "οι φαρμακευτικές δαπάνες οδηγούνται ολοένα και περισσότερο προς τα προϊόντα υψηλού κόστους. Οι τιμές εκκίνησης με τις οποίες λανσάρονται τα φάρμακα για τον καρκίνο και τις σπάνιες ασθένειες αυξάνονται, μερικές φορές χωρίς ανάλογη αύξηση των παροχών υγείας για τους ασθενείς. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η τιμή εκκίνησης των ογκολογικών φαρμάκων ανά έτος ζωής που έχει κερδίζεται έχει πολλαπλασιαστεί επί τέσσερα, σε λιγότερο από 20 χρόνια - σε σταθερές τιμές - και τώρα υπερβαίνει τα 200.000 δολάρια ΗΠΑ".

Οι φορείς που πληρώνουν, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες ή οι πάροχοι δημόσιας υγείας, επίσης, αγωνίζονται όλο και περισσότερο να πληρώσουν τα φάρμακα υψηλού κόστους που στοχεύουν σε πολύ μικρούς πληθυσμούς, και τα οποία αναμένεται να πολλαπλασιαστούν με την ανάπτυξη των εξατομικευμένων θεραπειών. 

Από την άλλη πλευρά, νέες θεραπείες για την ηπατίτιδα που είναι πολύ αποτελεσματικές και αποδοτικές μακροπρόθεσμα, αλλά στοχεύουν σε ένα ευρύ πληθυσμό, είναι δυσβάσταχτες για πολλούς που θα μπορούσαν να ωφεληθούν, σε όλες σχεδόν τις χώρες του ΟΟΣΑ, λόγω της σημαντικής επίπτωσης στον προϋπολογισμό τους.

Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι "οι δαπάνες που καταβάλλονται για τις τεχνολογίες πρέπει να αντανακλούν τα οφέλη στον πραγματικό κόσμο σε σύγκριση με τις εναλλακτικές λύσεις, και να προσαρμόζονται ανάλογα με την αποδεδειγμένη επίδρασή τους. Οι φορείς που πληρώνουν, πρέπει να διαθέτουν την απαραίτητη εξουσία για την προσαρμογή των τιμών και για την άρνηση αποζημίωσης σε αναποτελεσματικές τεχνολογίες".

"Μια εξισορρόπηση της διαπραγματευτικής ισχύος των πληρωτών και παρασκευαστών είναι απαραίτητη", αναφέρει η έκθεση. "Αυτό θα μπορούσε να είναι μέσω της αύξησης της διαφάνειας και της συνεργασίας μεταξύ των πληρωτών και των διεθνών κοινών πρωτοβουλιών προμηθειών, όπως δοκιμάστηκε στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. Συμφωνίες επί των τιμών, οι οποίες συνδέουν την τελική τιμή με την πραγματική απόδοση του φαρμάκου, όπως γίνεται στην Ιταλία και την Αγγλία, μπορεί επίσης να είναι αποτελεσματική αν το κόστος διαχείρισης και διοίκησης ελέγχονται και τα κλινικά δεδομένα και τα στοιχεία που συλλέχθηκαν γίνονται ευρέως διαθέσιμα στην επιστημονική κοινότητα".

Η έκθεση τονίζει κι άλλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη για την αντιμετώπιση παραμελημένων ασθενειών, όπως το HIV / AIDS ή η φυματίωση, η καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής και η άνοια έχει γίνει λιγότερο ελκυστική, καθώς η κερδοφορία τους είναι χαμηλότερη. Πρέπει να ενισχυθούν τα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς.

Πολλές βιοϊατρικές τεχνολογίες είναι εγκεκριμένες σήμερα με βάση περιορισμένα στοιχεία ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Η αξιολόγηση των επιδόσεών τους σε πραγματικές συνθήκες, είναι σπάνια. Αυτό θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια, αποτελεί σπάταλη και τέτοιες λύσεις δεν είναι πλέον βιώσιμες.

Περισσότερες προσπάθειες απαιτούνται επίσης για την αξιοποίηση του δυναμικού των δεδομένων υγείας πιο αποτελεσματικά. Η χρήση των προσωπικών δεδομένων υγείας δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες για τη βελτίωση των συστημάτων υγείας, της έρευνας και της παρακολούθησης των ασθενειών, αλλά απαιτεί τα σωστά πλαίσια διακυβέρνησης για να αποκομίσουμε τα οφέλη αυτά, ταυτόχρονα με την διαχείριση των κινδύνων από τη χρήση των προσωπικών δεδομένων.