γράφει η Αννα Παπαδομαρκάκη στο healthmag.gr
Η μισή τουλάχιστον συμμετοχή των ασθενών στη φαρμακευτική τους περίθαλψη θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν γινόταν χρήση των γενοσήμων όπως συνταγογραφούνται από τους γιατρούς.
Εντούτοις, η αλλαγή στο φαρμακείο εξασφαλίζει ρευστότητα στους φαρμακοποιούς και μεγαλύτερο κέρδος, με αποτέλεσμα να μην προτιμώνται τα γενόσημα τελικά. Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ, το 50% των συνταγών αλλάζουν προς το φάρμακο αναφοράς.
Αναλυτικότερα, το ποσοστό των εκτελούμενων συνταγών με γενόσημα δεν ξεπερνούσε το 25% σε ετήσια βάση, ως το 2015, ενώ για το 2016 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ να κυμαίνονται γύρω στο 27,22%-27,56% από τον Μάρτιο ως το Μάιο της περασμένης χρονιάς.
Από τα παραπάνω ποσοστά, παρατηρήσεις δείχνουν ότι τουλάχιστον για το 12,22%-13,78% των συνταγών, που τελικά άλλαξαν προς το φάρμακο αναφοράς, η υποκατάσταση αυτή θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, μειώνοντας αισθητά το ποσό ιδιωτικής συμμετοχής που καταβάλλουν οι ασθενείς για να πάρουν το φάρμακό τους, αφού θα μπορούσε να έχει παραλειφθεί η διαφορά τιμής από το γενόσημο μέχρι το πρωτότυπο σκεύασμα αναφοράς.
Τα στοιχεία αυτά παρέθεσε χθες στο 4ο Πανελλήνιο συνέδριο για τη Διαχείριση Κρίσεων στον τομέα υγείας η κ. Ζωή Στεφανίδου, επικεφαλής του τμήματος Market Access της Elpen, μιλώντας σε στρογγυλό τραπέζι για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην πολιτική του φαρμάκου και υγειονομικού υλικού.
Η κ. Στεφανίδου, αναφέρθηκε ακόμη σε μελέτη αξιολόγησης των μέτρων φαρμακευτικής πολιτικής για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών συστημάτων (Vogler et al 2014).
Η ανυπαρξία φαρμακευτικής πολιτικής στη χώρα μας μέχρι την έναρξη της κρίσης, οδήγησε στη λήψη μέτρων βάσει των μνημονίων που τελικά όμως, ήταν τα λιγότερα σημαντικά. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη μελέτη, η συνταγογράφηση με δραστική, η αύξηση της συμμετοχής, η επιβολή rebate, clawback και εκπτώσεων, οι διαγωνισμοί και η δημιουργία συστήματος τιμολόγησης βάσει των τιμών σε άλλες χώρες, αποτελούν μέτρα που τοποθετούνται στο τέλος της λίστας των δυνατοτήτων.
Την ίδια στιγμή, τα πρωτεύοντα μέτρα που αφορούν την φαρμακοοικονομική αξιολόγηση, την τιμολόγηση με βάση την προστιθέμενη αξία των φαρμάκων και την εισαγωγή διαδικασίας αποζημίωσης ώστε οι ασθενείς να παίρνουν την ενδεδειγμένη θεραπεία, αλλά και οι συμφωνίες επιμερισμού ρίσκου, συζητούνται μεν, αλλά δεν... αγγίζονται.
Στο μεταξύ όμως, η τιμολογιακή πολιτική που έχει εφαρμοστεί έχει οδηγήσει σε περικοπές τιμών που φθάνουν ακόμη και το 80%, ποσοστό που μάλιστα δεν φαίνεται, καθώς υπάρχει ένα ποσοστό της τάξης του 21% μεσοσταθμικά, που αφορά rebate και clawback, το οποίο επιβαρύνει τη φαρμακοβιομηχανία αποκλειστικά, δεν εμφανίζεται στις λιανικές τιμές, και αντίθετα, οι διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ το υπολογίζουν ως ιδιωτική δαπάνη, δημιουργώντας λάθος εντυπώσεις από λάθος μετρήσεις που γίνονται τελικά.
Καταλήγοντας στην ομιλία της η κ. Στεφανίδου, υπογράμμισε ότι η τιμολογιακή πολιτική δεν έχει άλλα περιθώρια, αντίθετα έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα με την έναρξη ελλείψεων σε παλαιά φθηνά φάρμακα. Με δεδομένο ότι οι τιμές έχουν καταβαραθρωθεί, το μόνο σημείο αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης είναι τα νέα φάρμακα, για τα οποία θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα σύμφωνα και με τις οδηγίες του ΠΟΥ, ώστε να μην στερούνται οι ασθενείς απαραίτητες θεραπείες, να ελέγχεται όμως η χορήγησή τους, ώστε ο κάθε ασθενής να παίρνει την σωστή θεραπεία για την περίπτωσή του.
πηγή: http://healthmag.gr/
Η μισή τουλάχιστον συμμετοχή των ασθενών στη φαρμακευτική τους περίθαλψη θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν γινόταν χρήση των γενοσήμων όπως συνταγογραφούνται από τους γιατρούς.
Εντούτοις, η αλλαγή στο φαρμακείο εξασφαλίζει ρευστότητα στους φαρμακοποιούς και μεγαλύτερο κέρδος, με αποτέλεσμα να μην προτιμώνται τα γενόσημα τελικά. Μάλιστα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ, το 50% των συνταγών αλλάζουν προς το φάρμακο αναφοράς.
Αναλυτικότερα, το ποσοστό των εκτελούμενων συνταγών με γενόσημα δεν ξεπερνούσε το 25% σε ετήσια βάση, ως το 2015, ενώ για το 2016 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ να κυμαίνονται γύρω στο 27,22%-27,56% από τον Μάρτιο ως το Μάιο της περασμένης χρονιάς.
Από τα παραπάνω ποσοστά, παρατηρήσεις δείχνουν ότι τουλάχιστον για το 12,22%-13,78% των συνταγών, που τελικά άλλαξαν προς το φάρμακο αναφοράς, η υποκατάσταση αυτή θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, μειώνοντας αισθητά το ποσό ιδιωτικής συμμετοχής που καταβάλλουν οι ασθενείς για να πάρουν το φάρμακό τους, αφού θα μπορούσε να έχει παραλειφθεί η διαφορά τιμής από το γενόσημο μέχρι το πρωτότυπο σκεύασμα αναφοράς.
Τα στοιχεία αυτά παρέθεσε χθες στο 4ο Πανελλήνιο συνέδριο για τη Διαχείριση Κρίσεων στον τομέα υγείας η κ. Ζωή Στεφανίδου, επικεφαλής του τμήματος Market Access της Elpen, μιλώντας σε στρογγυλό τραπέζι για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην πολιτική του φαρμάκου και υγειονομικού υλικού.
Η κ. Στεφανίδου, αναφέρθηκε ακόμη σε μελέτη αξιολόγησης των μέτρων φαρμακευτικής πολιτικής για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών συστημάτων (Vogler et al 2014).
Η ανυπαρξία φαρμακευτικής πολιτικής στη χώρα μας μέχρι την έναρξη της κρίσης, οδήγησε στη λήψη μέτρων βάσει των μνημονίων που τελικά όμως, ήταν τα λιγότερα σημαντικά. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη μελέτη, η συνταγογράφηση με δραστική, η αύξηση της συμμετοχής, η επιβολή rebate, clawback και εκπτώσεων, οι διαγωνισμοί και η δημιουργία συστήματος τιμολόγησης βάσει των τιμών σε άλλες χώρες, αποτελούν μέτρα που τοποθετούνται στο τέλος της λίστας των δυνατοτήτων.
Την ίδια στιγμή, τα πρωτεύοντα μέτρα που αφορούν την φαρμακοοικονομική αξιολόγηση, την τιμολόγηση με βάση την προστιθέμενη αξία των φαρμάκων και την εισαγωγή διαδικασίας αποζημίωσης ώστε οι ασθενείς να παίρνουν την ενδεδειγμένη θεραπεία, αλλά και οι συμφωνίες επιμερισμού ρίσκου, συζητούνται μεν, αλλά δεν... αγγίζονται.
Στο μεταξύ όμως, η τιμολογιακή πολιτική που έχει εφαρμοστεί έχει οδηγήσει σε περικοπές τιμών που φθάνουν ακόμη και το 80%, ποσοστό που μάλιστα δεν φαίνεται, καθώς υπάρχει ένα ποσοστό της τάξης του 21% μεσοσταθμικά, που αφορά rebate και clawback, το οποίο επιβαρύνει τη φαρμακοβιομηχανία αποκλειστικά, δεν εμφανίζεται στις λιανικές τιμές, και αντίθετα, οι διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ το υπολογίζουν ως ιδιωτική δαπάνη, δημιουργώντας λάθος εντυπώσεις από λάθος μετρήσεις που γίνονται τελικά.
Καταλήγοντας στην ομιλία της η κ. Στεφανίδου, υπογράμμισε ότι η τιμολογιακή πολιτική δεν έχει άλλα περιθώρια, αντίθετα έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα με την έναρξη ελλείψεων σε παλαιά φθηνά φάρμακα. Με δεδομένο ότι οι τιμές έχουν καταβαραθρωθεί, το μόνο σημείο αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης είναι τα νέα φάρμακα, για τα οποία θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα σύμφωνα και με τις οδηγίες του ΠΟΥ, ώστε να μην στερούνται οι ασθενείς απαραίτητες θεραπείες, να ελέγχεται όμως η χορήγησή τους, ώστε ο κάθε ασθενής να παίρνει την σωστή θεραπεία για την περίπτωσή του.
πηγή: http://healthmag.gr/