Οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, η άνοδος του στρες και η
ρύπανση είναι μερικοί μόνο από τους παράγοντες που θα καθορίσουν την
παγκόσμια πορεία των δερματολογικών καλλυντικών στο μέλλον. Κάτι που
όμως δεν φαίνεται να ισχύει για την ελληνική αγορά, καθώς όπως όλα
δείχνουν, παρά την ύπαρξη των προαναφερθέντων παραγόντων και παρά τις
πολύ μεγάλες εκπτώσεις που γίνονται από τα φαρμακεία, οι οποίες
ξεπερνούν ακόμη και το 30%, η αγορά των δερματολογικών προϊόντων
κινείται πτωτικά, όπως και πέρυσι. Γεγονός, που αποδίδεται καθαρά στο
μειωμένο βαλάντιο των καταναλωτών οι οποίοι θεωρούν τα εν λόγω
σκευάσματα πολυτέλεια και όχι αναγκαιότητα.
Έτσι, πέρυσι η αγορά έχασε πάνω από 1 εκατ. ευρώ, κλείνοντας στα 30,4
εκατ. ευρώ, έναντι του 2016 που ήταν 31,6 εκατ. ευρώ. Απώλεια που
φθάνει τα 3,5 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2013, που ήταν η καλύτερη
χρονιά για την περίοδο 2011-1017.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας: το 2001 η ελληνική
αγορά έκλεισε στα 25,1 εκατ. ευρώ, το 2012 στα 24 εκατ. ευρώ, το 2013
στα 33,16 εκατ. ευρώ, το 2014 στα 31,99 εκατ. ευρώ και το 2015 στα 31,95
εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά την φετινή περίοδο, το πρώτο τρίμηνο η αγορά εμφανίζει
απώλειες και οι φαρμακοποιοί αναμένουν κάποια τόνωση το αμέσως προσεχές
διάστημα και κυρίως με την έναρξη της καλοκαιρινής περιόδου, όπου τα εν
λόγω προϊόντα παραδοσιακά εμφανίζουν μεγαλύτερη ζήτηση.
Παγκοσμίως, αναφέρουν έρευνες, η αγορά είναι πιθανό να παρουσιάσει
μια υγιή πορεία ανάπτυξης και τα επόμενα χρόνια, χάρη στην αυξημένη
ευαισθητοποίηση των ασθενών σχετικά με τις διαθέσιμες θεραπευτικές
αγωγές για δερματικές παθήσεις και την αύξηση των δαπανών για τα
προϊόντα περιποίησης και περιποίησης του δέρματος. Ενώ είναι διαθέσιμες
αποτελεσματικές χειρουργικές θεραπείες για κοινές δερματολογικές
συνθήκες, προτιμώνται τα δερματολογικά φάρμακα λόγω της μη δαπανηρής
φύσης τους και της εύκολης διαθεσιμότητάς τους σε όλες τις αγορές.
πηγή: ιατρονετ