Τα τελευταία χρόνια, ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα θέματα είναι η καρδιαγγειακή ασφάλεια των αντιδιαβητικών φαρμάκων. Σχετικά με τα παλαιότερα αντιδιαβητικά (μετφορμίνη, σουλφονυλουρίες, πιογλιταζόνη) τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο σαφή, καθώς στηρίζονται σε διπλές-τυφλές, τυχαιοποιημένες μελέτες που είχαν σχεδιαστεί με στόχο τη μελέτη της επίδρασής τους στη μείωση της γλυκόζης. Με άρθρο τους οι Α. Τεντολούρης, Ι. Ελευθεριάδου και Ν. Τεντολούρης*, επιχειρούν μια ανασκόπηση της υπάρχουσας γνώσης σχετικά με την επίδραση των νεότερων αντιδιαβητικών φαρμάκων στα καρδιαγγειακά συμβάματα.


 
Η θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 δεν πρέπει να επικεντρωθεί μόνο στην επίτευξη του γλυκαιμικού ελέγχου και στη μείωση της HbA1c, αλλά και στη μείωση των επιπλοκών του διαβήτη και, συγκεκριμένα, στην καρδιαγγειακή νόσο, η οποία αποτελεί την κύρια αιτία νοσηρότητας και θνητότητας στους ασθενείς τη ασθένειας. Ο επιθετικός γλυκαιμικός έλεγχος έχει βρεθεί ότι είναι σημαντικός για την πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου σε νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με διαβήτη, αλλά εξ αιτίας των ανεπιθύμητων ενεργειών της φαρμακολογικής θεραπείας και κυρίως της υπογλυκαιμίας μπορεί να είναι επιβλαβής σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια διαβήτη και εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο. 

Σύμφωνα με όλες τις κατευθυντήριες οδηγίες, η μετφορμίνη αποτελεί τη θεραπεία πρώτης γραμμής για όλους τους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Τα αποτελέσματα των μελετών EMPA-REG OUTCOME, LEADER και SUSTAIN 6 μπορεί να αλλάξουν το τοπίο στον διαβήτη, ενώ οι μελλοντικές κατευθυντήριες οδηγίες ενδέχεται να παρέχουν στους επαγγελματίες υγείας μια πιο καθαρή επιλογή σχετικά με ποιον αντιδιαβητικό παράγοντα πρέπει να χορηγήσουν ως δεύτερης γραμμής θεραπεία μετά τη μετφορμίνη. 

Ωστόσο, πρέπει να αποφασιστεί αν τα αναφερόμενα καρδιαγγειακά οφέλη από αυτές τις νεότερες θεραπείες υπερισχύουν έναντι του υψηλού κόστους.

  • Η εμπαγλιφλοζίνη, η λιραγλουτίδη και η σεμαγλουτίδη φαίνεται ότι έχουν ευμενείς επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα μέσω διαφορετικών παθοφυσιολογικών μηχανισμών. Οι δράσεις της εμπαγλιφλοζίνης (σ.σ. Jardiance) φαίνεται να επιτυγχάνονται μέσω αιμοδυναμικών μηχανισμών, ενώ της λιραγλουτίδης (σ.σ. Victoza) με επιβράδυνση της διαδικασίας της αθηροσκλήρωσης. Παραμένει προς διευκρίνιση εάν ο συνδυασμός των δύο παραγόντων είναι περισσότερο ευνοϊκός από τη μονοθεραπεία με έναν από αυτούς τους παράγοντες. 

  • Η σαξαγλιπτίνη (σ.σ. Onglyza), η αλογλιπτίνη (σ.σ. Vipidia), η σιταγλιπτίνη (σ.σ. Januvia, Xelevia) και η λιξισενατίδη (σ.σ. Lyxumia) φάνηκε στις μελέτες να έχουν ουδέτερη επίδραση στον καρδιαγγειακό κίνδυνο. 

Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου. Η αντιμετώπιση των ασθενών πρέπει να είναι πολυπαραγοντική και να στοχεύει όχι μόνο στη μείωση του σακχάρου αλλά και της αρτηριακής υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας, για να επιτευχθεί μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας. Ορισμένα από τα νεότερα αντιδιαβητικά φάρμακα προσφέρουν καρδιαγγειακή προστασία σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να αποδειχθεί το καρδιαγγειακό όφελος στο σύνολο των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2

* Αναστάσιος Τεντολούρης,  Επιστημονικός Συνεργάτης Α ́Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Ιατρική Σχολή Ε.Κ.Π.Α. & ∆ιαβητολογικό Κέντρο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό»από την 1η Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική
Ιωάννα Ελευθεριάδου Πανεπιστημιακή Υπότροφος Παθολόγος Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών ΠΓΝΑ «Λαϊκό»
Ν. Τεντολούρης Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας Α' Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική και Ειδική Νοσολογία Πανεπιστημίου Αθηνών & Διαβητολογικό Κέντρο Γ. Ν. Α. Λαϊκό


πηγή: healthmag