Οι πωλήσεις φαρμάκων σε τιμές λιανικής διαμορφώθηκαν σε 3.976,7 εκατ. το 2017 από 4.051,1 εκατ. το προηγούμενο έτος – Παραφαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά ενισχύουν την κερδοφορία
Το πυκνότερο δίκτυο φαρμακείων στην Ευρώπη διαθέτει η Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη της ICAP για τον κλάδο. Παρά την κρίση, οι πωλήσεις φαρμάκων το 2017 εμφάνισαν ανεπαίσθητη μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και τα φαρμακεία κατέγραψαν μικρές απώλειες.
Οπως επισημαίνεται στην έρευνα,
Το πυκνότερο δίκτυο φαρμακείων στην Ευρώπη διαθέτει η Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη της ICAP για τον κλάδο. Παρά την κρίση, οι πωλήσεις φαρμάκων το 2017 εμφάνισαν ανεπαίσθητη μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και τα φαρμακεία κατέγραψαν μικρές απώλειες.
Οπως επισημαίνεται στην έρευνα,
......η πτώση των πωλήσεων δεν οφείλεται σε χαμηλότερη επισκεψιμότητα στα φαρμακεία, αλλά κυρίως στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά απόδειξη, ως αποτέλεσμα της επιβολής των μειώσεων στις τιμές φαρμάκων και της αυξανόμενης τάσης διάθεσης φαρμάκων χαμηλότερου κόστους (γενόσημα).
Σύμφωνα με την κυρία Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών Μελετών της ICAP, «Οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11% περίπου. Οι διαδοχικές μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, καθώς και η εφαρμογή ελέγχων στη συνταγογράφηση, είχαν ως αποτέλεσμα η αξία των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων να συρρικνωθεί την περίοδο 2009-2017. Το 2017 οι εν λόγω πωλήσεις διαμορφώθηκαν σε 3.976,7 εκατ. ευρώ από 4.051,1 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος (μείωση 1,8%).
Αντίστοιχα, οι συνολικές πωλήσεις των φαρμακείων, κατόπιν θεσμικών παρεμβάσεων (αλλαγή ασφαλιστικής τιμής, διεύρυνση λίστας Μη Συνταγογραφούμενων και Μη Αποζημιούμενων Φαρμάκων, επέκταση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης κ.ά.), σημείωσαν πτώση και δείχνουν ηπιότερη πτώση από το 2013 και έπειτα.
Οπως προαναφέρθηκε, η πτώση των πωλήσεων δεν οφείλεται σε χαμηλότερη επισκεψιμότητα στα φαρμακεία, αλλά κυρίως στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά απόδειξη, ως αποτέλεσμα της επιβολής των μειώσεων στις τιμές φαρμάκων και της αυξανόμενης τάσης διάθεσης φαρμάκων χαμηλότερου κόστους (γενόσημα).
Tο 2017 διατέθηκαν μέσω φαρμακείων 466,4 εκατ. συσκευασίες από 453,1 εκατ. συσκευασίες το προηγούμενο έτος (αύξηση 2,9%).
Διάρθρωση πωλήσεων
Η κυρία Παντελαίου αναφέρει σχετικά με τη διάρθρωση των πωλήσεων ότι τα έσοδα από τα φάρμακα καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου (περίπου 84%), ενώ ακολουθούν τα παραφαρμακευτικά προϊόντα (βιταμίνες, σιρόπια, αντιαλλεργικά, παιδικές τροφές, συμπληρώματα κ.τ.λ.) με 11% και τα καλλυντικά με 5%. Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα εκτιμάται ότι κάλυψαν ποσοστό 70% περίπου της αξίας των συνολικών πωλήσεων των φαρμακείων και ακολούθησαν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα υψηλού κόστους, το μερίδιο των οποίων εκτιμάται σε 9% και 5% αντίστοιχα. Η πλειονότητα των εγχώριων φαρμακείων δίνει βάρος στην προώθηση και διάθεση παραφαρμάκων (ιδιαίτερα συμπληρωμάτων διατροφής κ.τ.λ.) και καλλυντικών, με στόχο την αύξηση του ποσοστού των κατηγοριών αυτών επί των συνολικών πωλήσεών τους, επιδιώκοντας αφενός αύξηση πωλήσεων και αφετέρου ενίσχυση της κερδοφορίας.
Ο αριθμός των φαρμακείων εμφάνισε διαχρονική αύξηση την περίοδο 2004-2014 (10.506 το 2014 από 9.182 το 2004). Η συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους των φαρμακοποιών και τα έντονα προβλήματα ρευστότητας τα τελευταία χρόνια οδήγησαν σε αναστολή της λειτουργίας αρκετών φαρμακείων, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου (ΠΦΣ), ο αριθμός των φαρμακείων δείχνει μικρή ενίσχυση την τελευταία τριετία, καθώς αυτά εκτιμώνται σε περίπου 10.432 το 2017 από 10.386 το προηγούμενο έτος και 10.362 το 2015.
«Κατακερματισμένη» αγορά
Σύμφωνα με τον Μάρκο Κοντοέ, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, ο οποίος επιμελήθηκε τη μελέτη, η ύπαρξη πληθώρας σημείων πώλησης, διάσπαρτων σε όλη τη χώρα, έχει ως αποτέλεσμα η αγορά να είναι «κατακερματισμένη». Η συντριπτική πλειονότητα των φαρμακείων αφορά μεμονωμένα/ανεξάρτητα καταστήματα. Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP Databank, το 55% εξ αυτών είναι ομόρρυθμες εταιρείες, το 37% ατομικές επιχειρήσεις, ενώ το 8% ετερόρρυθμες εταιρείες.
O νόμος 4509/2017 επέφερε αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, επαναφέροντας παλαιότερη υπουργική απόφαση, η οποία επέτρεπε την ίδρυση φαρμακείου σε μη φαρμακοποιούς και είχε κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) αντισυνταγματική.
Οπως αναφέρει ο κ. Κοντοές, η λειτουργία 10.432 φαρμακείων στην Ελλάδα έχει ως αποτέλεσμα κάθε φαρμακείο να αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1.032 κατοίκους και ως εκ τούτου το ελληνικό δίκτυο φαρμακείων να θεωρείται το πυκνότερο και πλέον ομοιόμορφα κατανεμημένο δίκτυο φαρμακείων ανά κατοίκους στην Ευρώπη, παρότι έχει αναπτυχθεί σε χώρα με το πλέον δύσμορφο γεωγραφικό ανάγλυφο, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική επικράτεια.
Τα περισσότερα φαρμακεία, όπως είναι φυσικό, συναντώνται στον Νομό Αττικής, καθώς το 2017 καταλαμβάνουν ποσοστό 35,7% επί του συνόλου. Ακολουθεί η διοικητική περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ποσοστό 18,9%), ενώ σημαντικό αριθμό φαρμακείων διαθέτουν η Θεσσαλία και η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
«Οι συνεχείς θεσμικές παρεμβάσεις στον κλάδο του φαρμάκου επηρεάζουν και επιφέρουν αλυσιδωτές εξελίξεις στον τομέα των φαρμακείων. Η υλοποίηση της απόφασης της Πολιτείας που παραμένει σε εκκρεμότητα και αφορά τη διάθεση των ΓΕΔΙΦΑ, δηλαδή μέρους των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ), και από άλλα κανάλια διανομής (π.χ. super market) αναμένεται να οδηγήσει σε μερική απώλεια εσόδων από μια κατηγορία φαρμάκων με ιδιαίτερα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους για τα φαρμακεία» καταλήγει η έρευνα της ICAP.
Σύμφωνα με την κυρία Σταματίνα Παντελαίου, διευθύντρια Οικονομικών Μελετών της ICAP, «Οι συνολικές πωλήσεις φαρμάκων (σε τιμές λιανικής) παρουσίασαν ανοδική πορεία την περίοδο 2004-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 11% περίπου. Οι διαδοχικές μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, καθώς και η εφαρμογή ελέγχων στη συνταγογράφηση, είχαν ως αποτέλεσμα η αξία των συνολικών πωλήσεων φαρμάκων να συρρικνωθεί την περίοδο 2009-2017. Το 2017 οι εν λόγω πωλήσεις διαμορφώθηκαν σε 3.976,7 εκατ. ευρώ από 4.051,1 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος (μείωση 1,8%).
Αντίστοιχα, οι συνολικές πωλήσεις των φαρμακείων, κατόπιν θεσμικών παρεμβάσεων (αλλαγή ασφαλιστικής τιμής, διεύρυνση λίστας Μη Συνταγογραφούμενων και Μη Αποζημιούμενων Φαρμάκων, επέκταση ηλεκτρονικής συνταγογράφησης κ.ά.), σημείωσαν πτώση και δείχνουν ηπιότερη πτώση από το 2013 και έπειτα.
Οπως προαναφέρθηκε, η πτώση των πωλήσεων δεν οφείλεται σε χαμηλότερη επισκεψιμότητα στα φαρμακεία, αλλά κυρίως στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά απόδειξη, ως αποτέλεσμα της επιβολής των μειώσεων στις τιμές φαρμάκων και της αυξανόμενης τάσης διάθεσης φαρμάκων χαμηλότερου κόστους (γενόσημα).
Tο 2017 διατέθηκαν μέσω φαρμακείων 466,4 εκατ. συσκευασίες από 453,1 εκατ. συσκευασίες το προηγούμενο έτος (αύξηση 2,9%).
Διάρθρωση πωλήσεων
Η κυρία Παντελαίου αναφέρει σχετικά με τη διάρθρωση των πωλήσεων ότι τα έσοδα από τα φάρμακα καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου (περίπου 84%), ενώ ακολουθούν τα παραφαρμακευτικά προϊόντα (βιταμίνες, σιρόπια, αντιαλλεργικά, παιδικές τροφές, συμπληρώματα κ.τ.λ.) με 11% και τα καλλυντικά με 5%. Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα εκτιμάται ότι κάλυψαν ποσοστό 70% περίπου της αξίας των συνολικών πωλήσεων των φαρμακείων και ακολούθησαν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα φάρμακα υψηλού κόστους, το μερίδιο των οποίων εκτιμάται σε 9% και 5% αντίστοιχα. Η πλειονότητα των εγχώριων φαρμακείων δίνει βάρος στην προώθηση και διάθεση παραφαρμάκων (ιδιαίτερα συμπληρωμάτων διατροφής κ.τ.λ.) και καλλυντικών, με στόχο την αύξηση του ποσοστού των κατηγοριών αυτών επί των συνολικών πωλήσεών τους, επιδιώκοντας αφενός αύξηση πωλήσεων και αφετέρου ενίσχυση της κερδοφορίας.
Ο αριθμός των φαρμακείων εμφάνισε διαχρονική αύξηση την περίοδο 2004-2014 (10.506 το 2014 από 9.182 το 2004). Η συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους των φαρμακοποιών και τα έντονα προβλήματα ρευστότητας τα τελευταία χρόνια οδήγησαν σε αναστολή της λειτουργίας αρκετών φαρμακείων, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η ανοδική πορεία των προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου (ΠΦΣ), ο αριθμός των φαρμακείων δείχνει μικρή ενίσχυση την τελευταία τριετία, καθώς αυτά εκτιμώνται σε περίπου 10.432 το 2017 από 10.386 το προηγούμενο έτος και 10.362 το 2015.
«Κατακερματισμένη» αγορά
Σύμφωνα με τον Μάρκο Κοντοέ, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, ο οποίος επιμελήθηκε τη μελέτη, η ύπαρξη πληθώρας σημείων πώλησης, διάσπαρτων σε όλη τη χώρα, έχει ως αποτέλεσμα η αγορά να είναι «κατακερματισμένη». Η συντριπτική πλειονότητα των φαρμακείων αφορά μεμονωμένα/ανεξάρτητα καταστήματα. Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP Databank, το 55% εξ αυτών είναι ομόρρυθμες εταιρείες, το 37% ατομικές επιχειρήσεις, ενώ το 8% ετερόρρυθμες εταιρείες.
O νόμος 4509/2017 επέφερε αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, επαναφέροντας παλαιότερη υπουργική απόφαση, η οποία επέτρεπε την ίδρυση φαρμακείου σε μη φαρμακοποιούς και είχε κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) αντισυνταγματική.
Οπως αναφέρει ο κ. Κοντοές, η λειτουργία 10.432 φαρμακείων στην Ελλάδα έχει ως αποτέλεσμα κάθε φαρμακείο να αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1.032 κατοίκους και ως εκ τούτου το ελληνικό δίκτυο φαρμακείων να θεωρείται το πυκνότερο και πλέον ομοιόμορφα κατανεμημένο δίκτυο φαρμακείων ανά κατοίκους στην Ευρώπη, παρότι έχει αναπτυχθεί σε χώρα με το πλέον δύσμορφο γεωγραφικό ανάγλυφο, τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική επικράτεια.
Τα περισσότερα φαρμακεία, όπως είναι φυσικό, συναντώνται στον Νομό Αττικής, καθώς το 2017 καταλαμβάνουν ποσοστό 35,7% επί του συνόλου. Ακολουθεί η διοικητική περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ποσοστό 18,9%), ενώ σημαντικό αριθμό φαρμακείων διαθέτουν η Θεσσαλία και η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
«Οι συνεχείς θεσμικές παρεμβάσεις στον κλάδο του φαρμάκου επηρεάζουν και επιφέρουν αλυσιδωτές εξελίξεις στον τομέα των φαρμακείων. Η υλοποίηση της απόφασης της Πολιτείας που παραμένει σε εκκρεμότητα και αφορά τη διάθεση των ΓΕΔΙΦΑ, δηλαδή μέρους των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ), και από άλλα κανάλια διανομής (π.χ. super market) αναμένεται να οδηγήσει σε μερική απώλεια εσόδων από μια κατηγορία φαρμάκων με ιδιαίτερα ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους για τα φαρμακεία» καταλήγει η έρευνα της ICAP.