Ο κορυφαίος Έλληνας καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας και πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, ως «κυνηγούς της προμήθειας» τους «κουκουλοφόρους» μάρτυρες της υπόθεσης της Novartis Hellas και κάνει λόγο για «νεοσταλινικής έμπνευσης» αφήγημα, το οποίο προδίδει τη «δογματική παράνοια των εμπνευστών» της προσπάθειας για ποινική δίωξη 10 κορυφαίων πολιτικών προσώπων, και όχι μόνον.
Κύριε
καθηγητά, νομίζω ότι τα τελευταία δέκα χρόνια η συνολική φαρμακευτική δαπάνη
στη χώρα μας κυμαίνεται στα 5.0 δισ. € περίπου τον χρόνο. Πρόκειται για
ένα μέγεθος, το οποίο παραμένει διαχρονικά σχεδόν σταθερό. Όμως, μιλάμε διαρκώς
για υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ στην πράξη εννοούμε υπέρβαση του
«πλαφόν» της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, το οποίο αποζημιώνει στους
ασφαλισμένους του ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Έτσι
είναι; Λέμε, εν πολλοίς, πράγματα που δεν ισχύουν;
Ιστορικά και παραδοσιακά η αναλογική φαρμακευτική δαπάνη ως ποσοστό στο σύνολο της δαπάνης υγείας αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι και παραμένει «υψηλή». Με την τυπική έννοια του όρου, ότι σταθερά βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Αυτό συμβαίνει και σε άλλες χώρες, κυρίως του νότου και της περιφέρειας, μακράν του ευρωπαϊκού βορρά που έχει ιστορικά σχετικά χαμηλότερη φαρμακευτική κατανάλωση.
Παρά τη λήψη «δρακόντειων» μέτρων ελέγχου του κόστους με τις αλλεπάλληλες μειώσεις των τιμών, ιδιαίτερα στην περίοδο 2011-2015, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη σε σταθμισμένες τιμές του 2018 παραμένει στα ίδια επίπεδα με αυτήν του 2009. Με την ενδιαφέρουσα διευκρίνιση ότι ο έλεγχος της δημόσιας δαπάνης έγινε «εφικτός» με τη μετακύλιση της δαπάνης κατά 1.2 δισ. € στα νοικοκυριά και 0.6 δισ. € στη βιομηχανία που αναμένεται ότι θα προσεγγίσει το 1.0 δισ. € στην τρέχουσα περίοδο. Όπισθεν αυτών καραδοκεί η πραγματικότητα: η τεχνολογική πλημμυρίδα της καινοτομίας που ωθεί στην υποκατάσταση των κλασικών φθηνών φαρμάκων από νέα υψηλού κόστους. Πραγματικά, πρόκειται για ένα φαινόμενο που άρχισε στην έναρξη της προηγούμενης δεκαετίας και δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς, ώστε να ωθήσει στην παρακίνηση των κατάλληλων πολιτικών.
Τα «υπόλοιπα» της πολιτικής συζήτησης αποτελούν ανέξοδη φλυαρία που καταλήγει στην αποφυγή ανάληψης πολιτικής δράσης.
Ο υπουργός Υγείας δέχεται
εισηγήσεις, προκειμένου να θέσει και τις ανοσοθεραπείες για τους καρκινοπαθείς
στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης των τιμών τους, προκειμένου τα νοσοκομεία
του ΕΣΥ να διευκολύνονται στην απρόσκοπτη προμήθεια των εν λόγω φαρμάκων στους
ασθενείς. Πρόκειται για μία σωστή παρέμβαση, κατά τη γνώμη σας;
Οι καινοτομικές θεραπευτικές παρεμβάσεις εισέρχονται με αυξανόμενο ρυθμό στην ιατρική περίθαλψη. Το υψηλό κόστος της φαρμακευτικής τεχνολογίας προκαλεί «τεκτονικές» δονήσεις στην οικονομία του τομέα της υγείας και γενικότερα στην εθνική οικονομία. Υπό το πρίσμα αυτό, η διαδικασία αξιολόγησης της τεχνολογίας υγείας και της διαπραγμάτευσης είναι «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για την επίτευξη της αποδοτικής κατανομής και χρήσης των σπάνιων υγειονομικών πόρων. Κατά συνέπεια, μια πολυκριτηριακή προσέγγιση, με έμφαση ιδίως στην επίτευξη της ιατρικής αποτελεσματικότητας και στον έλεγχο των επιπτώσεων στους προϋπολογισμούς της υγείας, μπορεί να είναι τα βασικά στοιχεία αποδοχής ή μη της νέας φαρμακευτικής τεχνολογίας. Προφανώς, το υψηλό κόστος της καινοτομίας επιβάλλει εναλλακτικές μεθόδους αποζημίωσης, όπως η πληρωμή «βήμα προς βήμα» ανάλογα με την έκβαση της νόσου ή η πληρωμή «με βάση το αποτέλεσμα» της θεραπείας, ώστε τα χρήματα της ασφάλισης να έχουν την αξία τους. Δεδομένου ότι τα φαινόμενα αυτά και οι προκλήσεις που τα συνοδεύουν θα είναι συνεχώς πυκνότερα, η αναγκαιότητα της δημιουργίας Οργανισμού Αξιολόγησης της Τεχνολογίας Υγείας με αποστολή τη διαχείριση και τον έλεγχο αυτών των υποθέσεων είναι πασιφανής. Η προτεραιοποίηση αυτής της υπόθεσης είναι μέτρο και απόδειξη πολιτικής σωφροσύνης.
Οι καινοτομικές θεραπευτικές παρεμβάσεις εισέρχονται με αυξανόμενο ρυθμό στην ιατρική περίθαλψη. Το υψηλό κόστος της φαρμακευτικής τεχνολογίας προκαλεί «τεκτονικές» δονήσεις στην οικονομία του τομέα της υγείας και γενικότερα στην εθνική οικονομία. Υπό το πρίσμα αυτό, η διαδικασία αξιολόγησης της τεχνολογίας υγείας και της διαπραγμάτευσης είναι «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για την επίτευξη της αποδοτικής κατανομής και χρήσης των σπάνιων υγειονομικών πόρων. Κατά συνέπεια, μια πολυκριτηριακή προσέγγιση, με έμφαση ιδίως στην επίτευξη της ιατρικής αποτελεσματικότητας και στον έλεγχο των επιπτώσεων στους προϋπολογισμούς της υγείας, μπορεί να είναι τα βασικά στοιχεία αποδοχής ή μη της νέας φαρμακευτικής τεχνολογίας. Προφανώς, το υψηλό κόστος της καινοτομίας επιβάλλει εναλλακτικές μεθόδους αποζημίωσης, όπως η πληρωμή «βήμα προς βήμα» ανάλογα με την έκβαση της νόσου ή η πληρωμή «με βάση το αποτέλεσμα» της θεραπείας, ώστε τα χρήματα της ασφάλισης να έχουν την αξία τους. Δεδομένου ότι τα φαινόμενα αυτά και οι προκλήσεις που τα συνοδεύουν θα είναι συνεχώς πυκνότερα, η αναγκαιότητα της δημιουργίας Οργανισμού Αξιολόγησης της Τεχνολογίας Υγείας με αποστολή τη διαχείριση και τον έλεγχο αυτών των υποθέσεων είναι πασιφανής. Η προτεραιοποίηση αυτής της υπόθεσης είναι μέτρο και απόδειξη πολιτικής σωφροσύνης.
**-**
Λέγεται
ότι η υποκατάσταση παλαιών και δοκιμασμένων, αλλά και φθηνών φαρμακευτικών
σκευασμάτων, από νέα και πολύ ακριβά σκευάσματα, ενώ δεν προσφέρει σοβαρά
θεραπευτικά πλεονεκτήματα, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το ετήσιο πλαφόν της
δημόσιας εξωνοσοκομειακής και νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης. Με δεδομένο
ότι η συνολική φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας παραμένει τα τελευταία χρόνια
σταθερή, ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος της υποκατάστασης;
Τα φαινόμενα υποκατάστασης της παραδοσιακής βιοϊατρικής και φαρμακευτικής τεχνολογίας στην ιατρική περίθαλψη από τη δαπανηρή καινοτομία προκαλούν μείζονες μεταβολές στην οικονομία του υγειονομικού τομέα. Το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με την καινοτομία είναι: αξίζει τα λεφτά της; Η απάντηση οφείλει να τεκμηριώνεται σε κάθε περίπτωση με τις διεθνώς αναγνωρισμένες επιστημονικές μεθόδους αξιολόγησης της σχέσης του κόστους και των επιπτώσεων από τη χρήση της καινοτομικής τεχνολογίας. Η παράβλεψη αυτών των προϋποθέσεων και των περιορισμών που εμφανίζονται ωθεί συχνά σε μια «λαϊκιστική» προσέγγιση. Με τα καταστροφικά αποτελέσματα ενός φαύλου κύκλου σπατάλης και φτώχειας στο εσωτερικό του τομέα της υγείας. Με άλλα λόγια, η υποκατάσταση απειλεί την οικονομική βιωσιμότητα των υπηρεσιών υγείας, αλλάζει το μείγμα των διαθέσιμων φαρμακευτικών προϊόντων καθώς και τις κλασικές και δοκιμασμένες πρακτικές θεραπευτικής αντιμετώπισης των ασθενών. Η αδυναμία του προϋπολογισμού να καλύψει το κόστος της καινοτομίας που εισάγεται διαμέσου της υποκατάστασης αυξάνει τις αναγκαστικές επιστροφές (clawback) και μεταφέρει το χρηματοδοτικό βάρος στα νοικοκυριά και τη βιομηχανία. Έτσι καθιστά τη διαδικασία διαχείρισης αφενός οκνηρή και αφετέρου ευάλωτη στη σπατάλη σπάνιων υγειονομικών πόρων. Η πολιτική και διοικητική τάξη στον υγειονομικό τομέα δεν έχει αντιληφθεί τη σημασία της υποκατάστασης, δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής και αυτή είναι μια μείζων αποτυχία πολιτικής διαχείρισης.
**-**
Εάν,
κύριε καθηγητά, σας έλεγαν ότι το συνολικό clawback και rebate, το οποίο θα
κληθεί στο τέλος του 2019 να καταβάλει η ελληνική και η πολυεθνική
φαρμακοβιομηχανία στο ελληνικό δημόσιο μπορεί να φθάσει ή να ξεπεράσει το 1,8
δισ. ευρώ, ποιο θα ήταν το σχόλιό σας;
Πράγματι οι σχετικές εκτιμήσεις για το 2019 δείχνουν ότι το clawback στη φαρμακευτική δαπάνη στην ανοικτή αλλά και τη νοσοκομειακή περίθαλψη μπορεί να προσεγγίσει ή και να υπερβεί το 1.5 δισ. €. Πρόκειται για μια εφιαλτική εκδοχή που προσομοιάζει με ένα πραγματικό «φαρμακευτικό κραχ» που δοκιμάζει τα όρια αντοχής της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Η κατάσταση αυτή διαβρώνει τη λειτουργία της αγοράς και οδηγεί σε μια τεχνολογική υποστροφή τον υγειονομικό τομέα της χώρας μας. Ο κίνδυνος μιας τεχνολογικής παλινδρόμησης της ιατρικής περίθαλψης καραδοκεί και η αποσυναρμολόγηση της εγχώριας βιομηχανίας είναι στα πρόθυρα. Σε συνδυασμό με τις «αφανείς ελλείψεις» νέων προηγμένων προϊόντων της φαρμακευτικής καινοτομίας οδηγεί στην υποβάθμιση του υγειονομικού τομέα στον διεθνή καταμερισμό. Είναι προφανές ότι η ακυβερνησία στη διαχείριση της φαρμακευτικής αλλά και της βιοϊατρικής τεχνολογίας μεταφέρεται στο σύνολο του υγειονομικού τομέα και κινητοποιεί τους μηχανισμούς «απονομιμοποίησής» του.
Κύριε
καθηγητά, θα είχε πολύ ενδιαφέρον να μας εξηγήσετε ποιες είναι οι σκέψεις σας,
τα συναισθήματά σας και η προσωπική σας θέση σχετικά με τις εξελίξεις στην
υπόθεση της Novartis Hellas. Να τολμήσω να σας ρωτήσω;
Η υπόθεση της Novartis δεν έχει «αναγνωσθεί» πλήρως ώστε να λάβει τις πραγματικές διαστάσεις της στα πλαίσια της διαμάχης και του ανταγωνισμού που διεξάγεται για τον έλεγχο της παγκόσμιας φαρμακευτικής αγοράς, στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Με την αμερικανική πλευρά να επιχειρεί να θέσει εμπόδια στην ευρωπαϊκή επέκταση, πράγμα που είναι γνωστό από την εποχή της εμφάνισης του AIDS και την εμπλοκή των Μιτεράν και Μπους στον «φαρμακευτικό πόλεμο». Ούτε ακόμη έχει αναδειχθεί η πλευρά ενός «εσωτερικού ζητήματος δεοντολογίας» της Novartis που οδήγησε στην εμφάνιση των «κουκουλοφόρων μαρτύρων» και την «εξαγωγή» της υπόθεσης από μια γνωστή πλέον ομάδα «κυνηγών» της προμήθειας από την ενδεχόμενη καταδίκη της εταιρείας Novartis στην αμερικανική επιτροπή ανταγωνισμού. Η «επανεισαγωγή» της υπόθεσης από τους ίδιους κατέληξε ήδη σε μια opera fiasco ως προς την πολιτική εκδοχή της, όπως γίνεται αντιληπτό από τις τρέχουσες εξελίξεις της υπόθεσης στη χώρα. Η διαπίστωση αυτή δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους». Απλούστατα είναι το πρόσχημα για τη διάπραξη ενός μείζονος εγκλήματος κατά της εθνικής ομοψυχίας, της κοινωνικής συναίνεσης και της δημοκρατικής τάξης. Πρόκειται για μια απροσχημάτιστη προσπάθεια αλλοίωσης του πολιτεύματος και απόπειρας δολοφονικού πλήγματος στο κράτος δικαίου. Αλλά και η ιατρική εκδοχή του «σκανδάλου» έχει ήδη δώσει δείγματα σαθρότητας, αφού σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις οι γιατροί που βρίσκονταν υπό κατηγορία αθωώθηκαν πανηγυρικά. Ως εκ τούτου η παροχή τιμητικών αμοιβών (honoraria) στους γιατρούς για διαλέξεις ή για τη συγγραφή άρθρων δεν κρίνεται ότι είναι ποινικά αξιοποιήσιμη. Εξάλλου, η εφαρμογή της από μακρού στο μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας σε ολόκληρο τον κόσμο είναι μια κοινή πρακτική. Συνεπώς το «σκάνδαλο» της Novartis στο οποίο αποδίδεται «πλήγμα» της τάξης των 3 δισ. € περίπου, όσο δηλαδή υπολογίζεται ο εικοσαετής συνολικός κύκλος εργασιών της εταιρείας, έχει με την υφιστάμενη εκδοχή του ασταθή βάση σοβαρής υποστήριξης ως στοιχείου βλάβης του δημοσίου συμφέροντος.
Ακόμη περισσότερο οι ισχυρισμοί για τη βλάβη του δημοσίου συμφέροντος δεκάδων ή και εκατοντάδων δισ. €, συνιστούν ανοητολογίες που εφευρίσκονται από σεσημασμένους «κυνηγούς κεφαλών». Σε αντίθεση, ο αντίλογος που διατυπώνεται ωθεί στην κατασκευή του «σκανδάλου» με την εκπόνηση μιας σκευωρίας για λόγους πολιτικής κερδοσκοπίας, θέση που ενισχύεται και διευρύνεται συνεχώς.
**-**
Κατά
τη γνώμη σας πάντα, η έρευνα όσον αφορά την υπόθεση της Novartis Hellas προς
ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί και για ποιους λόγους πέρασαν τόσοι μήνες,
χρόνια, χωρίς αποτέλεσμα;
Το βασικό ζητούμενο είναι: «φως περισσότερο φως», δηλαδή η αλήθεια που είναι η μόνη απάντηση με θεραπευτική ιδιότητα. Καταρχήν απαιτείται η εκτίμηση των διαστάσεων της υπόθεσης ώστε να φωτιστούν και να διαχωριστούν τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης από την πολιτική μυθολογία τους. Για να καταλογισθούν οι ευθύνες και να διευκρινιθούν οι ρόλοι στην μείζονα αυτή υπόθεση, ώστε αντληθούν τα κατάλληλα μαθήματα για το μέλλον.
Για παράδειγμα η μεγάλη αύξηση
της φαρμακευτικής δαπάνης στην υπό εξέταση περίοδο είναι ένα φαινόμενο που
χαρακτηρίζει τη πολιτική υγείας για πολλές δεκαετίες και συνιστά ένα μείζον
ζήτημα πολιτικής, παρά ένα ζήτημα εγκληματολογίας. Το φαινόμενο αυτό
συνεχίζεται ακόμη και σήμερα με τη μετακύλιση του κόστους στα νοικοκυριά πολλά
από τα οποία υφίστανται καταστροφικές δαπάνες και απειλούνται με πτωχοποίηση
από τις υψηλές δαπάνες υγείας αλλά και στη βιομηχανία που βρίσκεται στα πρόθυρα
«φαρμακευτικού κραχ». Με την έννοια αυτή, η υπόθεση της φαρμακευτικής πολιτικής
συνιστά μάλλον μια υπόθεση ανεπαρκούς κατανόησης και μη αποδοτικής πρακτικής
στη φαρμακευτική πολιτική.
Δηλαδή θέτει ως παράδειγμα ένα
πρόβλημα πολιτικής εγγραμματοσύνης και δεξιότητας.
Παρά ταύτα, μια πλευρά του
πολιτικού συστήματος αντιμετωπίζει την υπόθεση με μια προσέγγιση νεοσταλινικής
έμπνευσης που προκαλεί την αποδιάρθρωση της δημοκρατίας.
Το αφήγημα του «σκανδάλου» και
η σχετική επιχειρηματολογία που το συνοδεύει έχει όλα τα στοιχεία της
δογματικής παράνοιας των εμπνευστών του που αντλείται από την σκοτεινή περίοδο
του μεσοπολέμου, ενώ η μεθοδολογία του προέρχεται από την πρακτική ομάδων εκτός
των ορίων της οργανωμένης κοινωνίας. Είναι πλέον γνωστά τα πρόσωπα και οι
μέθοδοι αλλά και τα πολιτικά και διαδικαστικά τεχνάσματα δεν πρόκειται να
αποκρύψουν τη νέμεση της ιστορίας. Για αμφότερους, τους ηθικούς αυτουργούς,
τους δράστες και τους σιωπούντες.
**-**
Νιώθετε
δικαιωμένος από τις εξελίξεις ή θα διεκδικήσετε τη δικαίωσή σας από τη
δικαιοσύνη;
Ένα μεγάλος αριθμός συναδέλφων
μου, που έχουν έξοχη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, υποδειγματική κοινωνική στάση
αλλά και πολιτική ευπρέπεια, έχουν αναφερθεί από τους ποινικά έκθετους και
εκβιαζόμενους «κουκουλοφόρους» μάρτυρες ως «περιφερόμενοι» στην υπόθεση αυτή.
Μεταξύ αυτών αναφέρομαι μαζί με άλλους συναδέλφους που υπήρξαν συνεργάτες και
μαθητές μου. Προφανώς πρόκειται για μια κατασκευή με την υποκίνηση μιας
«συμμορίας» γνωστών πλέον προσώπων που έδρασαν «με το αζημίωτο», σε θέσεις και
χρήματα. Έβλαψαν την πατρίδα και τη δημοκρατία και η αποκάλυψη της υπόθεσης και
των ονομάτων τους είναι η πιο σκληρή τιμωρία για την οποία οφείλουν να
απολογηθούν στους συντρόφους τους και τα παιδιά τους. Εν κατακλείδι, το ζήτημα
για πολλούς δήθεν εμπλεκόμενους και ιδιαίτερα για όσους έχουν ακαδημαϊκή
ιδιότητα -αλλά και για μένα προσωπικά- παραμένει ανοικτό στην επιστημονική
κοινότητα, την κοινωνία και τη δικαιοσύνη.
Η υπόθεση αυτή αποτελεί ένα
μάθημα για όλους: η χώρα έχει μια δημοκρατία με δικαιοσύνη που άντεξε.
Συνέντευξη Γιάννη Κυριόπουλου, MD, MPH, MSc, PhD, Ομότιμος Καθηγητής, στον δημοσιογράφο Κ Βασίλη Βενιζέλο
Πηγή: Athens Voice