Σε «αχίλλειο πτέρνα» για την Δημόσια Υγεία αλλά και για την
αντιμετώπιση του COVID-19 ειδικότερα, κυρίως στις περιπτώσεις ασθενών με
βαριά συμπτώματα και επιπλοκές, αναδεικνύεται το πρόβλημα της αντοχής
στα αντιβιοτικά εν μέσω της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, που έχει φέρει
στην επιφάνεια αδυναμίες και διαρθρωτικά προβλήματα στα συστήματα
υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως.
Η αντοχή στα αντιβιοτικά εμφανίζεται όταν τα βακτήρια προσαρμόζονται στη φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων όπως, μεταξύ άλλων, η πνευμονία, η φυματίωση, οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και οι σοβαρές δερματικές παθήσεις. Καθώς τα βακτήρια αλλάζουν, γίνονται ανθεκτικά σε αυτά τα φάρμακα, γεγονός που καθιστά όλο και πιο δύσκολη την αντιμετώπιση αυτών των μολυσματικών ασθενειών.
Εδώ και χρόνια ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και άλλοι κορυφαίοι οργανισμοί δημόσιας υγείας προειδοποιούν ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά, η οποία προκαλείται κυρίως από την υπερβολική χρήση τους, είναι μια από τις σοβαρότερες απειλές για τη δημόσια υγεία και την ανάπτυξη παγκοσμίως. Τουλάχιστον 700.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες ανθεκτικές στα φάρμακα, ενώ ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι αυτός ο αριθμός μπορεί να φτάσει μέχρι τους 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως έως το 2050.
Ο COVID-19 δημιουργεί αυξημένη ανάγκη για λειτουργία μονάδων εντατικής θεραπείας –οι οποίες είναι το μέρος με το υψηλότερο ποσοστό νοσοκομειακών λοιμώξεων και μικροβιακής αντοχής– και μάλιστα για ασθενείς που είναι ευαίσθητοι σε δευτερογενείς λοιμώξεις. Αυτός ο συνδυασμός συνιστά μεγάλη δοκιμασία στο μέτωπο της αντιμετώπισης του προβλήματος της αντοχής στα αντιβιοτικά.
Με την πανδημία να εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλο τον κόσμο, έχοντας μολύνει περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπους και έχοντας προκαλέσει περισσότερους από 200.000 θανάτους έως σήμερα, το πρόβλημα της αντοχής στα αντιβιοτικά εξελίσσεται σε ακόμη σοβαρότερη απειλή, όπως επισημαίνει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων (CLEO – cleoresearch.org).
Οι βακτηριακές λοιμώξεις είναι συχνά η κύρια αιτία υψηλού ποσοστού θνησιμότητας κατά τη διάρκεια ιογενών πανδημιών, λόγω της αυξημένης εξάπλωσης τους σε κέντρα υγειονομικής περίθαλψης με αυξημένο φόρτο περιστατικών, όπου πλήττουν ήδη εξασθενημένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Όπως αναφέρουν ο ιστορικός του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Claas Kirchhelle και οι συνεργάτες του σε άρθρο στο «Scientific American», μεγάλο ποσοστό θανάτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας γρίπης το 1918-20 οφειλόταν όχι τόσο στην ίδια τη γρίπη όσο σε βακτηριακές λοιμώξεις που εξαπλώθηκαν στους θαλάμους των νοσοκομείων. Ομοίως, εκτιμάται ότι μεταξύ 29% και 55% των θανάτων που σχετίζονται με την πανδημία γρίπης Η1Ν1 το 2009, προκλήθηκαν στην πραγματικότητα από δευτερογενή βακτηριακή πνευμονία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μελέτη που διεξήχθη σε 191 ασθενείς στην Wuhan της Κίνας έδειξε πως οι μισοί από τους ασθενείς που κατέληξαν από τον COVID-19 είχαν διαγνωστεί και με δευτερογενή λοίμωξη.
Πέρα από το γεγονός ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά μειώνει την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που είναι επειγόντως απαραίτητα για την καταπολέμηση βακτηριακών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, η αντίσταση στα φάρμακα μπορεί να αυξηθεί και λόγω των μεγάλων ποσοτήτων αντιβιοτικών που συνταγογραφούνται σε ασθενείς με COVID-19, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματική θεραπεία για ένα πλήθος ασθενειών και μεγάλες ομάδες πληθυσμών, πέρα από το πεδίο οποιασδήποτε πανδημίας.
Η απειλή αυτή είναι ιδιαίτερα σοβαρή για την Ελλάδα, η οποία ιστορικά έχει από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης και αντοχής στα αντιβιοτικά στην Ευρώπη: πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη χρήση αντιβιοτικών στις μονάδες αυξημένης νοσηλείας της ΕΕ για το 2016-17, έδειξε ότι η συχνότητα της χρήσης αντιβιοτικών στην Ελλάδα ήταν 55,6%, σε σύγκριση με το 30,5% στην Ευρώπη συνολικά.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη, πολλές από τις οποίες προκαλούνται από οργανισμούς – γνωστοί ως «super bugs»- που είναι ανθεκτικοί σε πολλά διαφορετικά φάρμακα. Το αποτέλεσμα είναι ότι αν και η Ελλάδα έχει σχετικά χαμηλά ποσοστά νόσησης και θανάτων από τον κορωνοϊό, η χώρα διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κρουσμάτων και θανάτων λόγω βακτηριακών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Το πιο αποτελεσματικό όπλο που διαθέτουμε για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής είναι απλό, οικονομικό και τεκμηριωμένο με ισχυρά στοιχεία: Πρόκειται για την αντιμικροβιακή διαχείριση, η οποία στοχεύει στη βελτιστοποίηση της χρήσης αντιβιοτικών προκειμένου να αποτρέψει ταυτόχρονα της ανάπτυξη αντοχής και να βελτιώσει τα αποτελέσματα στους ασθενείς.
Ήδη από το 2011 το CLEO έχει επικεντρώσει μέρος του ερευνητικού έργου του τόσο στην ανάπτυξη μεθόδων αντιμικροβιακής διαχείρισης σε υγειονομικές δομές στην Ελλάδα όσο και στη μείωση της υπερβολικής χρήσης αντιβιοτικών.
πηγή: iatronet
Τι είναι η αντοχή στα αντιβιοτικά
Η αντοχή στα αντιβιοτικά εμφανίζεται όταν τα βακτήρια προσαρμόζονται στη φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων όπως, μεταξύ άλλων, η πνευμονία, η φυματίωση, οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος και οι σοβαρές δερματικές παθήσεις. Καθώς τα βακτήρια αλλάζουν, γίνονται ανθεκτικά σε αυτά τα φάρμακα, γεγονός που καθιστά όλο και πιο δύσκολη την αντιμετώπιση αυτών των μολυσματικών ασθενειών.
Εδώ και χρόνια ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και άλλοι κορυφαίοι οργανισμοί δημόσιας υγείας προειδοποιούν ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά, η οποία προκαλείται κυρίως από την υπερβολική χρήση τους, είναι μια από τις σοβαρότερες απειλές για τη δημόσια υγεία και την ανάπτυξη παγκοσμίως. Τουλάχιστον 700.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασθένειες ανθεκτικές στα φάρμακα, ενώ ο ΟΗΕ προειδοποιεί ότι αυτός ο αριθμός μπορεί να φτάσει μέχρι τους 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως έως το 2050.
Ο COVID-19 δημιουργεί αυξημένη ανάγκη για λειτουργία μονάδων εντατικής θεραπείας –οι οποίες είναι το μέρος με το υψηλότερο ποσοστό νοσοκομειακών λοιμώξεων και μικροβιακής αντοχής– και μάλιστα για ασθενείς που είναι ευαίσθητοι σε δευτερογενείς λοιμώξεις. Αυτός ο συνδυασμός συνιστά μεγάλη δοκιμασία στο μέτωπο της αντιμετώπισης του προβλήματος της αντοχής στα αντιβιοτικά.
Αντοχή και COVID-19
Με την πανδημία να εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλο τον κόσμο, έχοντας μολύνει περίπου 3 εκατομμύρια ανθρώπους και έχοντας προκαλέσει περισσότερους από 200.000 θανάτους έως σήμερα, το πρόβλημα της αντοχής στα αντιβιοτικά εξελίσσεται σε ακόμη σοβαρότερη απειλή, όπως επισημαίνει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων (CLEO – cleoresearch.org).
Οι βακτηριακές λοιμώξεις είναι συχνά η κύρια αιτία υψηλού ποσοστού θνησιμότητας κατά τη διάρκεια ιογενών πανδημιών, λόγω της αυξημένης εξάπλωσης τους σε κέντρα υγειονομικής περίθαλψης με αυξημένο φόρτο περιστατικών, όπου πλήττουν ήδη εξασθενημένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Όπως αναφέρουν ο ιστορικός του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Claas Kirchhelle και οι συνεργάτες του σε άρθρο στο «Scientific American», μεγάλο ποσοστό θανάτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας γρίπης το 1918-20 οφειλόταν όχι τόσο στην ίδια τη γρίπη όσο σε βακτηριακές λοιμώξεις που εξαπλώθηκαν στους θαλάμους των νοσοκομείων. Ομοίως, εκτιμάται ότι μεταξύ 29% και 55% των θανάτων που σχετίζονται με την πανδημία γρίπης Η1Ν1 το 2009, προκλήθηκαν στην πραγματικότητα από δευτερογενή βακτηριακή πνευμονία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μελέτη που διεξήχθη σε 191 ασθενείς στην Wuhan της Κίνας έδειξε πως οι μισοί από τους ασθενείς που κατέληξαν από τον COVID-19 είχαν διαγνωστεί και με δευτερογενή λοίμωξη.
Πέρα από το γεγονός ότι η αντοχή στα αντιβιοτικά μειώνει την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που είναι επειγόντως απαραίτητα για την καταπολέμηση βακτηριακών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας, η αντίσταση στα φάρμακα μπορεί να αυξηθεί και λόγω των μεγάλων ποσοτήτων αντιβιοτικών που συνταγογραφούνται σε ασθενείς με COVID-19, γεγονός που θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματική θεραπεία για ένα πλήθος ασθενειών και μεγάλες ομάδες πληθυσμών, πέρα από το πεδίο οποιασδήποτε πανδημίας.
Απειλή για την Ελλάδα
Η απειλή αυτή είναι ιδιαίτερα σοβαρή για την Ελλάδα, η οποία ιστορικά έχει από τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης και αντοχής στα αντιβιοτικά στην Ευρώπη: πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη χρήση αντιβιοτικών στις μονάδες αυξημένης νοσηλείας της ΕΕ για το 2016-17, έδειξε ότι η συχνότητα της χρήσης αντιβιοτικών στην Ελλάδα ήταν 55,6%, σε σύγκριση με το 30,5% στην Ευρώπη συνολικά.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη, πολλές από τις οποίες προκαλούνται από οργανισμούς – γνωστοί ως «super bugs»- που είναι ανθεκτικοί σε πολλά διαφορετικά φάρμακα. Το αποτέλεσμα είναι ότι αν και η Ελλάδα έχει σχετικά χαμηλά ποσοστά νόσησης και θανάτων από τον κορωνοϊό, η χώρα διατρέχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κρουσμάτων και θανάτων λόγω βακτηριακών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Λύσεις
Το πιο αποτελεσματικό όπλο που διαθέτουμε για την καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής είναι απλό, οικονομικό και τεκμηριωμένο με ισχυρά στοιχεία: Πρόκειται για την αντιμικροβιακή διαχείριση, η οποία στοχεύει στη βελτιστοποίηση της χρήσης αντιβιοτικών προκειμένου να αποτρέψει ταυτόχρονα της ανάπτυξη αντοχής και να βελτιώσει τα αποτελέσματα στους ασθενείς.
Ήδη από το 2011 το CLEO έχει επικεντρώσει μέρος του ερευνητικού έργου του τόσο στην ανάπτυξη μεθόδων αντιμικροβιακής διαχείρισης σε υγειονομικές δομές στην Ελλάδα όσο και στη μείωση της υπερβολικής χρήσης αντιβιοτικών.
πηγή: iatronet