Εξηγεί ότι για τους ασθενείς με καρκίνο τα προβλήματα ελλείψεων που φτάνουν στους Συλλόγους και στην Ομοσπονδία αφορούν ως επί το πλείστον νοσοκομειακά φάρμακα διευκρινίζοντας σε ό,τι αφορά τα φάρμακα που λαμβάνουν οι καρκινοπαθείς για άλλα χρόνια νοσήματα που μπορεί να έχουν λόγω πανδημίας, μπορεί σε κάποιο βαθμό να μη καταγράφονται από τους Συλλόγους, καθώς προφανώς η όλη κατάσταση έχει επηρεάσει την επαφή των Συλλόγων με τους ασθενείς.
Ενδιαφέρουσα τέλος είναι και η τοποθέτηση του κ. Καπετανάκη για το θέμα της διάθεσης των Φαρμάκων Υψηλού Κόστους από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, ένα θέμα που σαφώς απασχολεί πολύ τους φαρμακοποιούς, όπως επίσης και τα όσα είπε για τα προβλήματα του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων που τον εμποδίζουν να προχωρήσει ταχύτερα θέματα τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην καλύτερη διαχείριση προβλημάτων όπως οι ελλείψεις, με την τοποθέτηση να βγαίνει μέσα από τα όσα έχει ζήσει όλα αυτά τα χρόνια που ασχολείται με το χώρο της ογκολογικής περίθαλψης και τις εμπειρίες που έχει από Ελλάδα και Ευρώπη.
Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο
Ο κ. Απόστολος Βαλτάς μιλώντας στο DailyPharmaNews πριν λίγες μέρες για το θέμα των ελλείψεων μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι επιθυμία του είναι να δει τους ασθενείς να βγαίνουν μπροστά και να διεκδικούν μαζί με τους φαρμακοποιούς λύσεις. Ο κ. Καπετανάκης ο οποίος διάβασε τη συνέντευξη δήλωσε θετικός σε αυτό το κάλεσμα εξηγώντας για ποιο λόγο ίσως η ΕΛΛΟΚ ήδη δεν έκανε κάποια σχετική κίνηση στήριξης των φαρμακοποιών. «Είδα τη συνέντευξη του κ. Βαλτά και συμφωνώ με τις προτάσεις που έχει κάνει όσον αφορά τους τρόπους για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που εμφανίζονται στα φαρμακεία. Εμείς ως εκπρόσωποι των ασθενών με καρκίνο συνήθως αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα με φάρμακα αντινεοπλασματικά ή βασικά φάρμακα που συμμετέχουν σε θεραπείες αντινεοπλασματικές τα οποία περιοδικά, κάποια από αυτά εμφανίζουν έλλειψη αλλά είναι κυρίως νοσοκομειακής χρήσης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οποιεσδήποτε άλλες ελλείψεις δεν επηρεάζουν αλλά η αλήθεια είναι ότι μέχρι σήμερα δεν είχαμε οχλήσεις από μέλη μας για δυσκολίες στην εξεύρεση φαρμάκων που αφορούν τη νόσο. Πιθανόν βέβαια να υπάρχουν δυσκολίες και απλά να μην έχουν αναφερθεί ή να μην έχουν να κάνουν με τον καρκίνο και γι’ αυτό να μην είμαστε γνώστες τους αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε κάποια όχληση συγκεκριμένη. Αυτός είναι και ένας λόγος που μέχρι στιγμής δεν έχουμε παρέμβει».
Το ερώτημα βέβαια είναι τι γίνεται όταν ένας καρκινοπαθής πάσχει και από κάποιο άλλο χρόνιο νόσημα και να ταλαιπωρείται μη βρίσκοντας όχι το φάρμακο για τον καρκίνο αλλά για το άλλο χρόνιο νόσημά του. Ο κ. Καπετανάκης διευκρινίζει ότι μπορεί το ζήτημα των ελλείψεων να είναι ένα θέμα συνολικότερο, ο ίδιος όμως μιλά για το τι φτάνει στην Ομοσπονδία, γεγονός που προφανώς σημαίνει ότι τελικά οι ασθενείς με καρκίνο είναι πολύ πιθανό ακόμη κι εάν ίσως αντιμετωπίζουν πρόβλημα με κάποιο φάρμακο που βρίσκεται σε έλλειψη και αφορά κάποιο άλλο πρόβλημα υγείας τους δεν απευθύνονται στους συλλόγους καρκινοπαθών για να το αναφέρουν, κάτι που λόγω πανδημίας είναι πολύ πιθανό να συμβαίνει πλέον πολύ περισσότερο. «Έχει να κάνει με τις θεραπείες που συνολικά λαμβάνει κάποιος ή πρέπει να λαμβάνει και θεωρούνται πρωτεύουσες. Με αυτήν την έννοια συχνά αντιμετωπίζουμε προβλήματα έλλειψης φαρμάκου. Σας θυμίζω ότι εκτός της περασμένης χρονιάς το τελευταίο τρίμηνο, τετράμηνο του έτους για πολλούς λόγους που ξεκινούν από τους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων οι οποίοι συνήθως είναι εξ’ ορισμού ελλειμματικοί δημιουργούνται προβλήματα. Βεβαίως λόγω της πανδημίας και των μέτρων για την προφύλαξη της δημόσιας υγείας σε κάποιο βαθμό οι Σύλλογοι δεν λειτουργούν στο επίπεδο που λειτουργούσαν. Θέλω να πω ότι η επικοινωνία με τα μέλη των Συλλόγων δεν είναι στο ίδιο επίπεδο που ήταν πριν από την πανδημία και αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχει και έλλειψη ενημέρωσης λόγω συνθηκών. Δηλαδή δεν αντιλέγω ότι το πρόβλημα υπάρχει, σαφώς και υπάρχει, το ακούμε και το πιστεύουμε, αλλά εμείς δεν έχουμε λάβει κάποια τέτοια ενημέρωση ώστε να προβούμε σε κάποια αντίδραση, μέχρι στιγμής. Και αυτή είναι η πραγματικότητα».
Πάντως ο κ. Καπετανάκης είναι θετικός στο να υπάρξει μία καλύτερη συνεργασία των Συλλόγων ασθενών με τους φαρμακοποιούς. «Εγώ πιστεύω ότι θα είναι πολύ χρήσιμο να αναπτυχθεί μία σχέση, να αναπτύξουμε σχέση με τον κλάδο των φαρμακοποιών στη λογική ότι έχουν θέματα που μας αφορούν κι εμάς. Να θυμίσω ότι πρόπερσι υπήρξε μία διαμεσολάβηση όταν συζητήθηκε η πρόθεση να γίνεται η διανομή κάποιων φαρμάκων στα σπίτια, και αυτό να το αναλάβουν κάποιοι φαρμακοποιοί. Βλέπουμε γενικά ότι στο τοπίο που υπάρχει και όπως εξελίσσεται είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να υπάρξει μία μεγαλύτερη συνεργασία για να εξετάσουμε πεδία στα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν στον ασθενή περισσότερα, κάποιες προτάσεις ίσως που θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε για να βελτιώσουμε το επίπεδο εξυπηρέτησης και να μπορέσουν και οι ίδιοι οι φαρμακοποιοί να αξιοποιήσουν περισσότερο τις δυνατότητες που έχουν, που τους παρέχει το επάγγελμα που κάνουν στο χώρο της υγείας».
Ένα από αυτά τα θέματα είναι η διάθεση κάποιων Φαρμάκων Υψηλού Κόστους από τα ιδιωτικά φαρμακεία και γι’ αυτό η ερώτηση που τέθηκε προς τον κ. Καπετανάκη ήταν πως είναι σήμερα η κατάσταση που υπάρχει με τα συγκεκριμένα φάρμακα, όπως τη βιώνουν οι ασθενείς με καρκίνο. «Το σίγουρο είναι ότι η πανδημία άλλαξε πολλά. Αυτό σημαίνει ότι πολλές συνήθειες και πρακτικές έχουν γίνει διαφορετικές. Επίσης η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών υγείας σε κάποιους τομείς όπως είναι οι συνταγογραφήσεις, βοήθησε στη μείωση της ταλαιπωρίας που υφίστανται οι ασθενείς με καρκίνο. Η αλήθεια είναι ότι τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ έγιναν στην κατεύθυνση της προσπάθειας περιορισμού, ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης. Γι’ αυτό το λόγο εφαρμόστηκε αυτή η διαδικασία. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι υπάρχουν περιθώρια να επανεξεταστεί και να τροποποιηθεί αυτή η διαδικασία και πάλι, όμως ξέρετε όλα αυτά τα συζητάμε λίγο αποσπασματικά. Και τι εννοώ. Εάν προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε και να βρούμε τα αίτια για την έλλειψη φαρμάκων που τώρα οι φαρμακοποιοί, ο Πανελλήνιος Φαρμακευτικός Σύλλογος καταγγέλλει λέγοντας ότι είναι έντονη για αρκετά σκευάσματα, όπως και ό,τι άλλο θέμα αγγίζει την ογκολογική περίθαλψη, θα φτάσουμε στο σημείο να δούμε ότι υπάρχει πρόβλημα στο σχεδιασμό, πρόβλημα στη στρατηγική, πρόβλημα στα δεδομένα. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια ενιαία στρατηγική, δεν υπάρχουν καν μητρώα, δεν υπάρχει για παράδειγμα Εθνικό Μητρώο Νεοπλασιών, γεγονός που όπως καταλαβαίνετε ακόμη και με το ότι περιορίστηκε η χορήγηση αυτών των φαρμάκων στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ ή με τη διακίνησή τους μέσω των νοσοκομείων δεν βοήθησε όσο θα περίμενε και θα ήλπιζε κανείς. Θυμάστε εκείνη την απάτη που είχε αποκαλυφθεί με τις πλασματικές θεραπείες που βρίσκεται στη δικαιοσύνη. Οπότε τα κενά, οι τρύπες συνεχίσουν να υπάρχουν κι αυτό ακριβώς γιατί δεν υπάρχει ένας κεντρικός μηχανισμός ο οποίος θα εγγυάται τις διαδικασίες αυτές. Κι αυτό μπορεί να αλλάξει όταν θα υπάρξει ένας κεντρικός σχεδιασμός για όλα, όταν θα υπάρξει ένα εθνικό μητρώο νεοπλασιών, όταν θα υπάρξει αυτός ο ψηφιακός φάκελος του ασθενούς, όταν μέσα από αυτές τις διαδικασίες θα μπορούμε να εξασφαλίζουμε την συνεχή παρακολούθηση της πορείας στο κάθε τι. Τότε δεν θα χρειάζεται για παράδειγμα να έχουμε φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ μόνο. Όλα αυτά θα βρεθούν τρόποι που θα μπορεί να τα ρυθμίζει η αγορά όμορφα και ωραία, να ελέγχεται το σύστημα όλο από τον αρμόδιο ελεγκτικό μηχανισμό και να μην υπάρχουν κενά και τρύπες. Οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν είναι αυτές με τις οποίες θα πρέπει να ξεκινήσουμε αλλιώς ό,τι και να λέμε, θα γίνεται αποσπασματικά και πάντα θα υπάρχει μία τρύπα την οποία δεν θα μπορούμε να καλύψουμε».
Τι γίνεται όμως όταν οι αρμόδιοι ρυθμιστικοί φορείς δεν έχουν επαρκές προσωπικό; Όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων ο οποίος δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις αρμοδιότητες που έχει με αποτέλεσμα να καθυστερεί να θέσει σε εφαρμογή την πλατφόρμα που κουμπώνοντας με εκείνη του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, θα μπορούσε να προσφέρει κάποια καλύτερη αντιμετώπιση και καταγραφή του προβλήματος; Πως τελικά μπορεί ο ασθενής να αισθάνεται αισιόδοξος για την επίλυση σημαντικών προβλημάτων όταν για παράδειγμα βασικοί φορείς που έχουν σχέση με το φάρμακο αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα που τους εμποδίζουν να κάνουν όπως πρέπει το έργο τους;
Ο κ. Καπετανάκης απαντά πως όταν η πολιτεία θέλει, μπορεί και πως οτιδήποτε άλλο ηχεί στα αυτιά του, έχοντας και την εμπειρία μέσα από την επαφή του με τα θέματα που αφορούν τον καρκίνο, ως απλές δικαιολογίες. «Όταν μιλάμε για περιορισμένους πόρους στην ογκολογική περίθαλψη και όταν φτάνουμε στο σημείο να επικαλούμαστε αυτήν την έλλειψη όταν δεν γίνονται αυτά που πρέπει να γίνουν, δεν απέχουμε πολύ από το να στρουθοκαμηλίζουμε. Η πανδημία έδειξε ότι όταν το κράτος θέλει μπορεί. Απέδειξε ότι όταν θέλει να διαθέσει πόρους τους βρίσκει και τους διαθέτει. Απέδειξε ότι όταν υπάρχει έκτακτη ανάγκη ακόμη και χωρίς προηγούμενο σχέδιο, κτίζονται, δημιουργούνται μηχανισμοί δημιουργούνται πράγματα που ίσως λειτουργήσουν και σε κάποιο πρότυπο μοντέλο για άλλες περιπτώσεις στο μέλλον. Αυτό λοιπόν που θέλω να πω είναι ότι ίσως τελικά δεν λείπουν οι πόροι αλλά η πολιτική βούληση. Και δυστυχώς αυτό είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο της ελληνικής πραγματικότητας και εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Το ότι εδώ και δύο χρόνια έχει ξεκινήσει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα κατά του καρκίνου και παρότι πέρσι και πρόπερσι σε όλη την Ευρώπη υπήρχε η πανδημία αλλά το πρόγραμμα περπατά μια χαρά και αρχίζουν οι δράσεις να ξεδιπλώνονται ενώ στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας αρμόδιος ενιαίος φορέας ο οποίος θα ασχοληθεί με τον καρκίνο είναι αν μη τι άλλο μία απλή δικαιολογία».
πηγή: dailypharmanews