Της ´Ελενας Φυντανίδου
Πριν από δύο-τρεις μήνες, βρισκόμουν σε φαρμακείο του Πειραιά, περιμένοντας τη σειρά μου να εξυπηρετηθώ. Μπροστά μου ένας κύριος, μεγάλος σε ηλικία, μιλούσε με τον φαρμακοποιό. Ήταν φανερό ότι γνωρίζονταν από καιρό. Με το πέρασμα των χρόνων η σχέση τους ήταν κάτι περισσότερο απ' αυτή του πελάτη - φαρμακοποιού.
«Κύριε Κώστα, το φάρμακό σου για την πίεση έχεις καιρό να το πάρεις» του είπε ο φαρμακοποιός. «Ξέρεις, πρέπει να πάω να το γράψω, να δώσω δέκα ευρώ και τη συμμετοχή μου… Αυτή την περίοδο είμαι λίγο στριμωγμένος και το έχω αφήσει» απάντησε δειλά.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο φαρμακοποιός πήγε στο ράφι με τα φάρμακα, πήρε ένα κουτί και το έδωσε στον κ. Κώστα. «Πάρ' το και όποτε μπορέσεις φέρε μου τη συνταγή».
Ο διάλογος είναι πραγματικός και πιστεύω ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, έχουμε βρεθεί μπροστά σε ανάλογο περιστατικό. Διότι το φαρμακείο για τον ηλικιωμένο, για τον πάσχοντα που ζει στην Ελλάδα, είναι βασικό τμήμα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν αναπτύξει ζεστές σχέσεις με τον φαρμακοποιό τους. Εκεί θα μετρήσουν την πίεσή τους, εκεί θα ζυγιστούν, αυτόν θα ρωτήσουν για κάποιο προβληματάκι που παρουσίασαν και συχνά αυτός θα τους συμβουλεύσει να επισκεφθούν γιατρό.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια με την οικονομική κρίση να πλήττει κυρίως τους συνταξιούχους, ο φαρμακοποιός στάθηκε δίπλα τους, ασκώντας ουσιαστικά κοινωνική πολιτική. Κάλυψε ένα μεγάλο κενό του κράτους τις δύσκολες ημέρες. Στήριξε τους ανθρώπους που τον είχαν στηρίξει στα χρόνια της ευημερίας.
Με το πολυνομοσχέδιο αυτή η σχέση κινδυνεύει να αλλάξει. Τα μικρά συνοικιακά φαρμακεία δεν θα αντέξουν σε ένα περιβάλλον μεγάλων αλυσίδων. Αλυσίδων φαρμακείων που θα λειτουργούν στο πλαίσιο πολυκαταστημάτων. Τα ράφια τους θα είναι γεμάτα, αλλά τα φαρμακεία θα είναι απρόσωπα. Βεβαίως και θα πωλούν φάρμακα. Δεν θα παρέχουν όμως συμβουλές, ασφάλεια και φάρμακα «βερεσέ» σε όσους έχουν ανάγκη.
www.tovima.gr